-
1 Δαυλία
Δαυλίᾱ, ΔαυλίαDaulis: fem nom /voc /acc dualΔαυλίᾱ, ΔαυλίαDaulis: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Δαυλίαι, ΔαυλίαDaulis: fem nom /voc plΔαυλίᾱͅ, ΔαυλίαDaulis: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Δαυλίᾳ
Βλ. λ. Δαυλία -
3 Δαυλίας
Δαυλίᾱς, ΔαυλίαDaulis: fem acc plΔαυλίᾱς, ΔαυλίαDaulis: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 Δαυλίαι
ΔαυλίαDaulis: fem nom /voc plΔαυλίᾱͅ, ΔαυλίαDaulis: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 Δαυλίαν
Δαυλίᾱν, ΔαυλίαDaulis: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 Δαυλιάς
Δαυλιάς, ἡ,A woman of Daulis, epith. of Procne, who was changed into the nightingale, Th.2.29 (Δαυλία κορώνη, Suid.); so her sister Philomela, changed into the swallow, was [full] Δαυλίς, Plu.2.727d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δαυλιάς
-
7 Δαυλίς
-
8 κορώνη
κορών-η, ἡ, a sea-bird, possiblyA shearwater, Puffinus Kuhlii or P. anglorum,τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι Od.5.66
, cf. 12.418, Arist.HA 593b13, Thphr.Sign.16, Arat.950, Ael.NA15.23;λάροι καὶ αἴθυιαι καὶ κ. Arr.Peripl.M.Eux.32
(but confounded with λ. and αἴ. by Sch.Od.1.441, cf. Hsch.).2 crow (including the hooded crow, Corvus cornix, and prob. also the rook, C. corone),μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κ. Hes.Op. 747
;συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κ. Archil.19
: distd. from κολοιός, Ar.Av.5 (cf. 7);ἐννέα τοι ζώει γενεὰς λακέρυζα κ. ἀνδρῶν γηράντων Hes.Fr. 171
;πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κ. Ar. Av. 609
; πολιαὶ κ. ib. 967; κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας having lived out twice a full crow's-age, Babr.46.9;ὑπὲρ τὰς κορώνας βεβιωκώς Poll.2.16
: prov., κορώνη σκορπίον [ἥρπασε] 'caught a Tartar', AP 12.92 (Mel.), cf.Zen.4.57, Hsch., Suid.; invoked at weddings, Ael. NA3.9.1 door-handle,θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Od.1.441
;ἱμάντα.. ἀπέλυσε κορώνης 21.46
;χρυσέη κ. 7.90
, cf. Poll.7.107, al.2 tip of a bow, on which the bow-string was hooked,πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κ. Il.4.111
, cf. Od.21.138: generally, end, tip, Artem.5.65: metaph., v. infr.7.4 tip of the plough-pole ([etym.] ἱστοβοεύς), upon which the yoke is hooked or tied, A.R.3.1318, Poll.1.252.5 coronoid process of the ulna, Hp.Art.18, Gal.UP2.14, Id.18(2).617; of the jaw, Id.UP11.20, 18(1).426.7 κ. παννυχική crown, i.e. culmination, of a festival, Posidipp. ap. Ath. 10.414d; cf.μέχρι τῆς κ. Call.Fr.2.5
P.: generally, χρυσῷ βίῳ (with play on βιῷ)χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.Peregr.33
, v. supr. 11.2. -
9 Θαύλιος
Grammatical information: m.Meaning: Thess. surname of Zeus (Larisa),Compounds: IEX [235] * dʰeh₂u-? `strangle'Derivatives: - Θαύλια pl. name of a feast, with θαυλίζειν (H.). Θαυλωνίδαι pl. name of an old Attic family, which performed the ceremony of the βουφόνια. Cf. Θαῦμος (for Θαύλιος?) η Θαῦλος Ἄρης Μακεδόνιος H. Derivations of an l-stem, which has also been suspected in the Lydian-Phrygian name of Hermes, Voc. Καν-δαῦλα, acc. to Hippon. 1 = Κυν-άγχα "dog-strangler", and which would belong to an IE word for `strangle', seen in Slavic, e. g. OCS daviti, but also, e. g. in Goth. af-dauiÞs `ἐσκυλμένος, teased', IE dhau̯- (Pok. 235). Solmsen KZ 34, 77ff., Herm. 46, 286ff. Uncertain are Illyr. PN Δαυλία, Δαυλίς and Δαῦλις ἑορτη ἐν Ἄργει H. (Fick KZ 44, 339).Etymology: - Eine parallele n-Ableitung ist in θαῦνον θηρίον H., lat. Faunus vermutet worden, s. W.-Hofmann s. v. mit reicher Lit. Vgl. auch θώς.Page in Frisk: 1,655Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Θαύλιος
См. также в других словарях:
Δαυλία — Δαυλίᾱ , Δαυλία Daulis fem nom/voc/acc dual Δαυλίᾱ , Δαυλία Daulis fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαυλίᾳ — Δαυλίαι , Δαυλία Daulis fem nom/voc pl Δαυλίᾱͅ , Δαυλία Daulis fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλιά — η 1. χτύπημα με δαυλό 2. ανακίνηση των δαυλιών για να αναζωπυρωθεί η φωτιά 3. το καθάρισμα τού φούρνου με βρεγμένο πανί από τα υπολείμματα τής φωτιάς … Dictionary of Greek
Δαυλίας — Δαυλίᾱς , Δαυλία Daulis fem acc pl Δαυλίᾱς , Δαυλία Daulis fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαυλίαι — Δαυλία Daulis fem nom/voc pl Δαυλίᾱͅ , Δαυλία Daulis fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαυλίαν — Δαυλίᾱν , Δαυλία Daulis fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] … Dictionary of Greek
δαυλιάζω — 1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω 2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει») … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
συμπαίνω — Ν ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μπαίνω] … Dictionary of Greek
Εορδαία — I Αρχαία περιοχή της Μακεδονίας, στα Β του Αλιάκμονα, η κυριότερη πόλη της οποίας ήταν η ομώνυμη, που βρισκόταν κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Ε. υποτάχθηκε στους Τημενίδες που εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού… … Dictionary of Greek