-
1 Δαλματία
Δαλματίᾱ, ΔαλματίαDalmatians: fem nom /voc /acc dualΔαλματίᾱ, ΔαλματίαDalmatians: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Δαλματίᾱͅ, ΔαλματίαDalmatians: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Δαλματία
Grammatical information: f.Meaning: `country along the Adriatic SeaDerivatives: δαλματική also δελματική, δερματική, δελματίκιον. δερματίκιον late designation for clothes (partly influenced by δέρμα).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] DalmatiaEtymology: Local name.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Δαλματία
-
3 Δαλματία
Δαλματία, ας, ἡ Dalmatia, southern Illyricum, across the Adriatic fr. S. Italy (Mommsen, Röm. Gesch. V 19f; 183ff; Stephan. Byz. s.v. Ἴσσα: κατὰ Δαλματίαν καὶ Ἰλλυρίαν; Phlegon: 257 Fgm. 36, 12 Jac.; Jos., Bell. 2, 369; CIL III 1 p. 271; 279ff; Pauly-W. IV, 2448–59, IX, 1085–88, Suppl. VIII, 21–59; Kl. Pauly I 1364–68; HKrahe, D. alten balkanillyr. geogr. Namen, diss. Heidelb. 1925) 2 Ti 4:10. On the v.l. Δελματίαν s. B-D-F. §41, 1 and M-M. -
4 Δαλματίᾳ
Βλ. λ. Δαλματία -
5 Δαλματίας
Δαλματίᾱς, ΔαλματίαDalmatians: fem acc plΔαλματίᾱς, ΔαλματίαDalmatians: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 Δαλματίαι
Δαλματίᾱͅ, ΔαλματίαDalmatians: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 Δαλματίαν
Δαλματίᾱν, ΔαλματίαDalmatians: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 Δαλματίαις
ΔαλματίαDalmatians: fem dat pl -
9 Δαλματεῖς
Δαλμᾰτεῖς, οἱ,A Dalmatians, Plb.12.5.2, Str.7.5.5:—also [full] Δαλμάται, App.Ill.11: [full] Δαλματία, ἡ, Str.7.5.3:—Adj. [suff] δακτῠλο-τικός, ή, όν, Id.7.5.5:—hence [full] Δαλμᾰτική, ἡ, a robe, CPR21.16 (iii A.D.):—more freq. [full] Δελμ-, Edict.Diocl.19.9, al., BGU93.7 (ii/iii A.D.):—[var] Dim.[full] Δελματίκιον, τό, Sammelb. 1988, POxy.1026.10 (V A.D.):—also [full] δερματική, PTeb.405.10 (iii A.D.):—[var] Dim. [full] δερματίκιν, PTeb.413.8 (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δαλματεῖς
-
10 Δελματία
Δελματία s. Δαλματία. -
11 Ἰλλυρικόν
Ἰλλυρικόν, οῦ, τό (the adj. Ἰλλυρικός, ή, όν in Apollon. Rhod. 4, 516; Strabo) Illyricum, a district across the Adriatic Sea fr. Italy, in official usage Dalmatia (Illyris Superior) and Pannonia (I. Inferior). Ro 15:19 ἀπὸ Ἰερουσαλὴμ καὶ κύκλῳ μέχρι τοῦ Ἰ. is the only reference extant to missionary activity of Paul in this part of the world. Yet in view of the close connection of Illyricum with Macedonia (Appian, Bell. Civ. 3, 63 §258; 4, 75 §317 τῆς Ἰλλυρίδος ἐπὶ τῇ Μακεδονίᾳ; 5, 145 §602) there is no difficulty in assuming that Paul visited Ill. from Mac.—WWeber, Untersuchungen z. Gesch. des Kaisers Hadrianus 1907, 55.—Is Paul perh. using the expression also to indicate the vast area he traversed (as one might say: ‘from Dallas, Texas, all the way to Anchorage, Alaska’)?—S. Δαλματία. Kl. Pauly II 1367–69. M-M.
См. также в других словарях:
Δαλματία — Δαλματίᾱ , Δαλματία Dalmatians fem nom/voc/acc dual Δαλματίᾱ , Δαλματία Dalmatians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματίᾳ — Δαλματίᾱͅ , Δαλματία Dalmatians fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματία — (Dalmacija). Παράκτια ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 15.000 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, στην Αδριατική που σήμερα πολιτικά ανήκει κατά το μεγαλύτερος μέρος της στην Κροατία και λιγότερο στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στο… … Dictionary of Greek
Δαλματίας — Δαλματίᾱς , Δαλματία Dalmatians fem acc pl Δαλματίᾱς , Δαλματία Dalmatians fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματίαι — Δαλματίᾱͅ , Δαλματία Dalmatians fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματίαν — Δαλματίᾱν , Δαλματία Dalmatians fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζάρας, Ιωσήφ — (Δαλματία ; – Σπέτσες 1840;). Φιλέλληνας αγωνιστής του 1821. Είναι γνωστός και με το όνομα Γκιουζέπος. Αρχικά κατευθύνθηκε στις Σπέτσες, για να εξοπλίσει με κανόνια τα πλοία του Αγώνα. Κατά τη διάρκειά του αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες, αλλά… … Dictionary of Greek
Δαλματίαις — Δαλματία Dalmatians fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
δαλματικός — Σκύλος ρωμαλέος, ανθεκτικός και ευκίνητος, κατάλληλος για φύλαξη. Το αρσενικό έχει ύψος 55 60 εκ. στο ακρώμιο και το θηλυκό 50 55 εκ. Το τρίχωμά του είναι καθαρό και λευκό, αλλά διάστικτο σε όλο το σώμα με πολυάριθμα στρογγυλά στίγματα, μαύρα ή… … Dictionary of Greek