Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Δήνεα

См. также в других словарях:

  • δήνεα — δήνεα, τα (Α) 1. συμβουλές 2. σχέδια 3. τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δάνσεα αντί *δένσεα, *δένσος με αναλογικό α κατά τα συγγενή δαήναι (απαρμφ. τού αορ. εδάην τού διδάσκω*), δαΐφρων που ανάγονται σε ρίζα *dns . Ο τ. δήνεα είναι ιων., αντί *δάνσεα… …   Dictionary of Greek

  • δήνεα — counsels neut nom/voc/acc pl δῆνος counsels neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήνε' — δήνεα , δήνεα counsels neut nom/voc/acc pl δήνεα , δῆνος counsels neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δήνει , δῆνος counsels neut nom/voc/acc dual (attic epic) δήνεϊ , δῆνος counsels neut dat sg (epic ionic) δήνει , δῆνος counsels neut dat sg δήνεε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηνέων — δήνεα counsels neut gen pl δῆνος counsels neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδηνής — ἀδηνής, ές (Α) 1. αμαθής, άπειρος 2. ο δίχως κακόβουλη πρόθεση, δίχως δόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῆνος (το) «συμβουλή, σχέδιο, τρόπος» (συν. κατά πληθ.: δήνεα (τα). ΠΑΡ. αρχ. ἀδήνεια, ἀδηνέως] …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • κακοδήνης — κακοδήνης, ες (Α) αυτός που δίνει κακή συμβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δῆνος, τὸ «συμβουλή» (συν. κατά πληθ. τὰ δήνεα] …   Dictionary of Greek

  • dens-1 —     dens 1     English meaning: talent, force of mind; to learn     Deutsche Übersetzung: “hohe Geisteskraft, weiser Ratschluß”; verbal: “lehren, lernen”     Material: densos n.: O.Ind. dáṁsas n. “powerful wonder, wise feat” = Av. daŋhah “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»