-
1 δηνεα
τά замыслы, намерения, планы Hom., Hes. -
2 ερυομαι
ион. εἰρύομαι (ῠ)1) тащить, вытаскивать; извлекать(φάσγανον, ἐκ κολεοῖο ξίφος, δόρυ ἐξ ὠτειλῆς Hom.)
2) стаскивать, спускать(νῆας εἰς ἅλα Hom.)
3) притягивать, привлекать(τινα ἆσσον Hom.)
4) совлекать, сдирать(βύρσαν θηρός Theocr.)
5) натягивать (sc. τόξον Hom.)6) выводить (прочь), уводить(τινα μάχης Hom.)
7) уносить, удалять(νέκυν ἐκ βελέων Hom.)
8) уводить от опасности, избавлять, спасать(Ἴλιον, Νέστορος υἱόν Hom.)
9) освобождать от рабства, выкупать(τινα χρυσῷ Hom.)
10) защищать, прикрыватьεἰρύσατο ζωστήρ Hom. — пояс защитил (от раны)11) отражать, отбивать(ἔγχος Hom.)
12) (пред)отвращать(Κῇρα μέλαιναν Hom.)
13) препятствовать, мешать(νόστον τινός Pind.)
κραδίῃ χόλον ἐ. Hom. — подавить в сердце гнев14) охранять, стеречь(θύρας θαλάμοιο Hom.; αὖλιν Theocr.)
φρεσὴν ἐ. Hom. — хранить в мыслях, т.е. в тайне15) хранить, соблюдать, чтить(θέμιστας πρὸς Διός, βουλὰς Κρονίωνος Hom.)
ἐ. ἔπος Hom. — соблюдать приказание16) подстерегать(τινα οἴκαδ΄ ἰόντα Hom.)
17) подсматривать, улавливать, угадывать(θεῶν δήνεα Hom.). - см. тж. ἐρύω
-
3 ηπιος
3 и 21) добрый, нежный, кроткий, ласковый(πατήρ, βασιλεύς Hom.; φήνη εὔτεκνος καὴ ἤ. Arst.; οἱ ἠπιώτατοι Θετταλῶν Plut.)
ἤπιοι ὀργαί Eur. — мягкость, кротость2) благожелательный, благосклонный, милосердный(δήνεα Hom.; θεὸς ἤ. τινι Soph., Eur., Anth.)
τοὺς Λακεδαιμονίους πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. — смягчить (враждебное отношение), т.е. умиротворить лакедемонян3) мягкий, слабый, несильный(θλῖψις Arst.)
τὸ πνῖγος ἠπιώτερον γέγονεν Plat. — жара спала4) смягчающий, успокаивающий, облегчающий, (боле)утоляющий(φάρμακα Hom.)
5) целительный, целебный(ἀκέσματα Aesch.; φύλλα Soph.)
6) благоприятный, подходящий(ἦμαρ ἤπιον ποιεῖν τι Hes.)
-
4 ολοφωιος
См. также в других словарях:
δήνεα — δήνεα, τα (Α) 1. συμβουλές 2. σχέδια 3. τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δάνσεα αντί *δένσεα, *δένσος με αναλογικό α κατά τα συγγενή δαήναι (απαρμφ. τού αορ. εδάην τού διδάσκω*), δαΐφρων που ανάγονται σε ρίζα *dns . Ο τ. δήνεα είναι ιων., αντί *δάνσεα… … Dictionary of Greek
δήνεα — counsels neut nom/voc/acc pl δῆνος counsels neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήνε' — δήνεα , δήνεα counsels neut nom/voc/acc pl δήνεα , δῆνος counsels neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δήνει , δῆνος counsels neut nom/voc/acc dual (attic epic) δήνεϊ , δῆνος counsels neut dat sg (epic ionic) δήνει , δῆνος counsels neut dat sg δήνεε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηνέων — δήνεα counsels neut gen pl δῆνος counsels neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… … Hofmann J. Lexicon universale
αδηνής — ἀδηνής, ές (Α) 1. αμαθής, άπειρος 2. ο δίχως κακόβουλη πρόθεση, δίχως δόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῆνος (το) «συμβουλή, σχέδιο, τρόπος» (συν. κατά πληθ.: δήνεα (τα). ΠΑΡ. αρχ. ἀδήνεια, ἀδηνέως] … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
κακοδήνης — κακοδήνης, ες (Α) αυτός που δίνει κακή συμβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δῆνος, τὸ «συμβουλή» (συν. κατά πληθ. τὰ δήνεα] … Dictionary of Greek
dens-1 — dens 1 English meaning: talent, force of mind; to learn Deutsche Übersetzung: “hohe Geisteskraft, weiser Ratschluß”; verbal: “lehren, lernen” Material: densos n.: O.Ind. dáṁsas n. “powerful wonder, wise feat” = Av. daŋhah “… … Proto-Indo-European etymological dictionary