Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Γυγαίη

См. также в других словарях:

  • Γυγαίη — fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυγαίῃ — Γυγαίη fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυγαίην — Γυγαίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυγαίης — Γυγαίη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυγαία — Γυγαίᾱ , Γυγαίη fem nom/voc/acc dual Γυγαίᾱ , Γυγαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГИГЕЙСКОЕ ОЗЕРО —    • Gygaeum stagnum,          Γυγαίη λίμνη, впоследствии Κολόη, н. Мермере гёль, озеро в Лидии, в 40 стадиях на северо запад от города Сард. На его берегах были гробницы Гигеса и остальных древних царей. Hdt. 1, 93, Strab. 14, 626. Plin. 5, 29,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αλυάττης — (617 – 560 π.X.).Βασιλιάς της Λυδίας, πατέρας του Κροίσου. Διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Κιμμερίων, των Μήδων, των Ιώνων κ.ά. Στην εποχή του το κράτος των Λυδίων έφτασε στο απόγειο της ακμής του, ενώ ο ίδιος… …   Dictionary of Greek

  • Αξάριο — Ελληνικήονομασία της τουρκικής πόλης Ακχισάρ. Κυριεύτηκεαπό τους Τούρκους την εποχή του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου (13ος αι.). Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922) υπήρχε εκεί σημαντική ελληνική μειονότητα, με 4.000 άτομα μόνο μέσα …   Dictionary of Greek

  • Γυγαίαν — Γυγαίᾱν , Γυγαίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυγαίᾳ — Γυγαίᾱͅ , Γυγαίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»