-
1 Γυγαίη
-
2 Γυγαίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Γυγαίη
-
3 Γυγαίῃ
Βλ. λ. Γυγαίη -
4 Γυγαίην
Γυγαίηfem acc sg (epic ionic) -
5 Γυγαίης
Γυγαίηfem gen sg (epic ionic) -
6 Γυγαία
Γυγαίᾱ, Γυγαίηfem nom /voc /acc dualΓυγαίᾱ, Γυγαίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Γυγαίᾱͅ, Γυγαίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
7 Γυγαίαν
Γυγαίᾱν, Γυγαίηfem acc sg (attic doric aeolic) -
8 γενεά
I of the persons in a family,1 race, family,Πριάμου γ. Il.20.306
, cf. Od.1.222, 16.117;γενεήν τε τόκον τε Il.15.141
;ἴδμεν.. γενεήν, ἴδμεν δὲ τοκῆας 20.203
, cf. 214; γενεῇ ὑπέρτερος higher by birth or blood, 11.786 (but younger in Archil. ap. Sch.ad l.); ταύτης εἶναι γ. καὶ αἵματος of this race and blood, Il.6.211; ; γενεῇ by birthright, Od.1.387; Αἰτωλὸς γενεήν by descent, Il.23.471;γενεὴν Διός 21.187
; γενεὴ ἔκ τινος descent from.., ib. 157;γενεὴν ἀπὸ Θρηίκης Hdt.2.134
; of horses, breed, stock, Il.5.265, 268: pl., χρήματα καὶ γενεάς families, Plu.Tim.34; γενεὰν ποιεῖσθαι to have issue, GDI1798 (Delph.); πατριὰ καὶ γ., = φρατρία καὶ γένος, ib.1152 ([place name] Elis): hence, tribe, nation, Περσῶν γ., Τυρρηνῶν γ., A.Pers. 912 (lyr.), Eleg.2:—rare in Prose, τίς ὢν γενεάν; X.Cyr.1.1.6;καὶ αὐτὸν καὶ τὰν γ. ἀπολέσθαι SIG306.8
(Tegea, iv B. C.).2 race, generation,οἵηπερ φύλλων γ. τοιήδε καὶ ἀνδρῶν Il.6.146
;δύο γ. μερόπων ἀνθρώπων 1.250
, etc., cf. Hdt.2.142, Th.1.14, Heraclit. ap. Plu.2.415e (but, = μήν, Id. ap. Lyd.Mens.3.14);ἀστὴν ἐξ ἀστῶν ἀμφοτέρων ἐπὶ τρεῖς γ. γεγενημένην SIG1015.6
(Halic.); age, γ. ἀνθρωπηΐη the historical, opp. to the mythical, age, Hdt.3.122;ἐπὶ τῆς ἡμετέρας γ. D.H.3.15
.3 offspring, Il.21.191, Orac. ap. Hdt.6.86, S.Aj. 189 (lyr.); of a single person, Τυροῦς γ. (i. e. Pelias) Pi.P.4.136, cf.l.8(7).71.4 metaph., class, kind,τὸ σύμμετρον καὶ καλὸν καὶ ὁπόσα τῆς γ. ταύτης ἐστίν Pl.Phlb. 66b
;ταύτης τοι γενεᾶς ὁ νοῦς οὗτος Plot.5.1.7
.II of Time or Place,2 age, time of life,γενεῆφι νεώτατος Il.14.112
; γενεῇ πρεσβύτατος, προγενέστερος, ὁπλότερος, 6.24,9.161, Od.19.184.3 after Hom., time of birth,ἐκ γενεῆς Hdt.3.33
,4.23;ἀπὸ γ. X.Cyr.1.2.8
. -
9 γυγαί
-
10 λίμνη
λίμν-η, ἡ,A pool of standing water left by the sea or a river, Il.21.317: hence, marshy lake, mere, distd. from ἕλος, Pl. Criti. 114e, Lg. 824c;Βοιβηΐς λ. Il.2.711
; Γυγαίη ib. 865;Κηφισίς 5.709
;λ. Γοργῶπις A.Ag. 302
; (lyr.), cf. 729, Pers. 871 (lyr.), Hdt.4.86;ἡ Βόλβη λ. Th.4.103
; λ. τροχοειδής, at Delos, Hdt.2.170, cf. A.Eu.9.b also, artificial pool or basin, Hdt.1.185, 191, al., SIG799 ii 3 (Cyzic., i A.D.).2 in Hom. and other Poets, the sea, Il.24.79, Od.3.1;βένθεσι λίμνης Il.13.21
, 32: so in Trag. in lyr.,λίμνᾳ πορφυροειδεῖ A.Supp. 529
;ἐπ' οἶδμα λίμνας S. Fr. 476
, E.Hec. 446;Πόσειδον, ὃς γλαυκᾶς μέδεις.. λίμνας S.Fr. 371
; Μηλίδα πὰρ λ. by the Malian bay, Id.Tr. 636.II Λίμναι, αἱ, (used without the article), a quarter of Athens (once prob. marshy), near the Acropolis, in which stood the Lenaeum, Ar.Ra. 216, Th.2.15, Is.8.35, etc., cf.λιμναῖος 11
.
См. также в других словарях:
Γυγαίη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυγαίῃ — Γυγαίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυγαίην — Γυγαίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυγαίης — Γυγαίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυγαία — Γυγαίᾱ , Γυγαίη fem nom/voc/acc dual Γυγαίᾱ , Γυγαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИГЕЙСКОЕ ОЗЕРО — • Gygaeum stagnum, Γυγαίη λίμνη, впоследствии Κολόη, н. Мермере гёль, озеро в Лидии, в 40 стадиях на северо запад от города Сард. На его берегах были гробницы Гигеса и остальных древних царей. Hdt. 1, 93, Strab. 14, 626. Plin. 5, 29,… … Реальный словарь классических древностей
Αλυάττης — (617 – 560 π.X.).Βασιλιάς της Λυδίας, πατέρας του Κροίσου. Διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Κιμμερίων, των Μήδων, των Ιώνων κ.ά. Στην εποχή του το κράτος των Λυδίων έφτασε στο απόγειο της ακμής του, ενώ ο ίδιος… … Dictionary of Greek
Αξάριο — Ελληνικήονομασία της τουρκικής πόλης Ακχισάρ. Κυριεύτηκεαπό τους Τούρκους την εποχή του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου (13ος αι.). Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922) υπήρχε εκεί σημαντική ελληνική μειονότητα, με 4.000 άτομα μόνο μέσα … Dictionary of Greek
Γυγαίαν — Γυγαίᾱν , Γυγαίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυγαίᾳ — Γυγαίᾱͅ , Γυγαίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)