-
1 Γαγάτης
2 jet, Solin.22.11.II = ἀστράγαλος, cj. in Ps.-Dsc.4.61. (From Γάγας or Γάγγαι, a town and river in Lycia.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γαγάτης
-
2 γαγάτης
Grammatical information: m.Other forms: Also γαγγῖτις or γαγγῆτις λίθος (Str.); this form may be or have been influenced by the adj. `of the Ganges'. And ἐγαγὶς πέτρα (Nic.) = γαγάτης.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.Etymology: Acc. to Pliny 36, 141 from Γάγας or Γάγγαι town and river in Lycia. The forms with γαγγ-, with prenasalization, confirm the Anatolian (= Pre-Greek?) origin. From here Lat. gagātēs, with Fr. jais, Germ. Gagat etc. Vgl. Redard Les noms grecs en - της 53, 234.Page in Frisk: 1,281Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαγάτης
См. также в других словарях:
гагат — окаменевшая горная смола, черный янтарь из нов. в. н. Gagat или франц. gagate, восходят через лат. gagatem к названию города Γάγας в Ликии. Ср. греч. Γαγάτης λίθος; см. Литтман 17; Клюге Гётце 182, Папе – Бензелер 235 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γαγάτης — Οργανικό πετράδι αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα. Έχει χρώμα μαύρο ή καστανόμαυρο και αποτελεί ποικιλία του λιγνίτη. Η ονομασία του αποδίδεται στην αρχαιοελληνική έκφραση λίθος γαγάτης, δηλαδή λίθος (πέτρα) από τη Γάγα, πόλη της Λυκίας της Μικράς … Dictionary of Greek