Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ΓΝΟ

См. также в других словарях:

  • αμφιγνοώ — ἀμφιγνοῶ ( έω) (ΑΜ) 1. αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος ή έχω λανθασμένη εντύπωση για κάτι αρχ. 1. δεν γνωρίζω, αγνοώ 2. (η μτχ. παθ. αορ.) ἀμφιγνοηθείς, θεῑσα, θέν αυτός που δεν έγινε γνωστός, ο άγνωστος 3. (το ουδ. σε απρόσ. έκφραση)… …   Dictionary of Greek

  • κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …   Dictionary of Greek

  • σύγγνοια — ἡ, Α (ποιητ. τ.) συγγνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γνοια (< γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα γνο τού γιγνώσκω), πρβλ. ά γνοια, αμφί γνοια] …   Dictionary of Greek

  • ĝen-2, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- —     ĝen 2, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō     English meaning: to know     Deutsche Übersetzung: “erkennen, kennen”     Note: for the avoidance of the homonyms 1. ĝen are often used with various with ĝnōverbal forms.     Material: O.Ind. jünü mi “I… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»