-
1 Βαβυλωνιακά
ΒαβυλωνιακόςBabylon: neut nom /voc /acc plΒαβυλωνιακά̱, ΒαβυλωνιακόςBabylon: fem nom /voc /acc dualΒαβυλωνιακά̱, ΒαβυλωνιακόςBabylon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 Βαβυλωνιακαί
ΒαβυλωνιακόςBabylon: fem nom /voc pl -
3 Βαβυλωνιακήν
ΒαβυλωνιακόςBabylon: fem acc sg (attic epic ionic) -
4 Βαβυλωνιακών
-
5 Βαβυλωνιακῶν
-
6 Βαβυλών
A Babylon, Alc.Supp.16.10, etc.:—[full] Βᾰβῠλώνιοι, οἱ, Babylonians, Hdt.1.77, etc., and [full] Βᾰβῠλωνία, ἡ, Babylonia, Arist. Oec. 1352b27:—also [full] Βᾰβῠλωνεύς, έως, ὁ, St.Byz.; fem. [full] Βᾰβῠλωνίς, ίδος, Nonn.D.40.303:—Adj. [full] Βᾰβῠλώνιος, α, ον, Hdt.1.106, etc.; ος, ον, Arr.An.6.29.6; or [full] Βᾰβῠλωνιακός, ή, όν, Alex.308.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βαβυλών
См. также в других словарях:
βαβυλωνιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βαβυλώνα ή στη Βαβυλωνία νεοελλ. 1. (για κατασκευές ή οικοδομήματα) γιγαντιαίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Βαβυλωνιακή η ακκαδική διάλεκτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ Βαβυλωνιακά ελληνιστικό μυθιστόρημα του Ιαμβλίχου… … Dictionary of Greek
βαβυλωνιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Βαβυλωνία, στους Βαβυλώνιους ή στη Βαβυλώνα: Τα βαβυλωνιακά ευρήματα είναι ελάχιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαβυλωνιακά — Βαβυλωνιακός Babylon neut nom/voc/acc pl Βαβυλωνιακά̱ , Βαβυλωνιακός Babylon fem nom/voc/acc dual Βαβυλωνιακά̱ , Βαβυλωνιακός Babylon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνιακῶν — Βαβυλωνιακός Babylon fem gen pl Βαβυλωνιακός Babylon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνιακαί — Βαβυλωνιακός Babylon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνιακήν — Βαβυλωνιακός Babylon fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
βαβυλώνιος — α, ο (AM βαβυλώνιος, ία, ιον) 1. ο βαβυλωνιακός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Βαβυλώνας ή της Βαβυλωνίας 3. φρ. α) «βαβυλώνιος αἰχμαλωσία» η περίοδος κατά την οποία οι Ισραηλίτες έμειναν εξόριστοι στη Βαβυλώνα (606 538 π.Χ.) β) «βαβυλώνια αἰχμαλωσία… … Dictionary of Greek
νεοβαβυλωνιακός — ή, ό και νεοβαβυλώνιος, α, ο [βαβυλωνιακός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή τής δυναστείας τών Χαλδαίων, οι οποίοι βασίλευσαν στη Βαβυλώνα στο διάστημα 626 539 π.Χ. («νεοβαβυλωνιακή περίοδος») … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek