-
1 Βρισευς
-
2 Βρισεύς
Βρισεύςmasc nom sg -
3 Βρισεύς
Βρῑσεύς, έως, ὁ, title of Dionysus at Smyrna, SIG851 (written Βρεις-, ii A. D.), Aristid. Or.41 (4).5, Macr.Sat.1.18.9; cf. Βρησαγενής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βρισεύς
-
4 Βρῖσεύς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Βρῖσεύς
-
5 Βρισέως
Βρισέω̆ς, Βρισεύςmasc gen sgΒρισεύςmasc nom sg (epic ionic) -
6 Βρισήος
-
7 Βρισῆος
-
8 Βρησαγενής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βρησαγενής
См. также в других словарях:
Βρισεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρισῆος — Βρισεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρισέως — Βρισέω̆ς , Βρισεύς masc gen sg Βρισεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)