-
1 παρά-μουσος
παρά-μουσος, wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; ἄτης πλαγά, Aesch. Ch. 460; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend, Eur. Phoen. 792, Schol. ἀσύμφωνος.
-
2 σαλεύω
σαλεύω, 1) bewegen, schwingen, schwankend machen, erschüttern; σαλεύει χειμὼν οὐδεὶς τὰς ἀγκύρας, Pythag. bei Stob. Floril. 1, 9; ἵππον, Lucill. 95 (XI, 259); pass. sich bewegen, χϑὼν σεσάλευται Aesch. Prom. 1083, u. oft in der Anth.: πρὸς χεῖρα σαλευομένη, Strat. 3 (XII, 3); πυγὴ αὐτομάτη σαλευομένη, Rufin. 2 (V, 35); ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενος, M. Argent. 17 (XI, 126); σκύφος, ᾡ σεσάλευμαι, Phani. 1 (XII, 31). – Uebertr., τὴν ἀλήϑειαν, ἀπόδειξιν, S. Emp. adv. log. 2, 56. 339 u. öfter. – 2) intr., in unruhiger Bewegung sein, schwanken; bes. vom Schiffe, ἡ ναῠς σαλεύει, σαλεύει ἐπ' ἀγκυρῶν, das Schiff schaukelt, dem Winde ausgesetzt, indem es auf offenem Meere vor Anker liegt; auch κάλαμον ὑπ' ἀνέμων σαλευόμενον, Matth. 11, 7. – Dah. übertr., πόλις γὰρ ἤδη ἄγαν σαλεύει, Soph. O. R. 23, wo der Schol. bemerkt ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν χειμαζομένων νεῶν, ἐν μεγάλῳ κλύδωνί ἐστιν, also unruhig, unglücklich sein; vgl. El. 1063; ὅταν σαλεύῃ πόλις, Eur. Rhes. 248; so auch in Prosa, ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλεύοντες, Plat. Legg. XI, 923 b, vgl. tim. 79 e; auch in eitler, hoffährtiger Bewegung und Haltung einhergehen, einherstolziren, wie σαλακωνεύω, vgl. Xen. Cyr. 2, 4, 6. – In unruhiger Gemüthsstimmung sein, sich fürchten, ὑπὲρ ἑαυτοῦ, Suid. v. Πυϑαγόρας Ἐφέσιος.
-
3 βρόμιος
βρόμιος, lärmend, rauschend, φόρμιγξ Pind. N. 9, 8; bes. ὁ Βρόμιος, Beiname des Bacchus, Aesch. Eum. 24; Eur. Phoen. 625 u. öfter; Ar. Th. 991; adj., den Bacchus betreffend, bacchisch; κρόταλα Eur. Hel. 1324; ϑύρσος Herc. Fur. 890; χάρις βρομία Ar. Nubb. 310; Νυμφαί scol. 8 Iac.; βρομίου πῶμα Wein, Eur. Cycl. 122; ὄμμα βρομίῳ βεβαρημένος Ep. ad. 525 ( Plan. 309).
-
4 βοτρυό-παις
βοτρυό-παις, αιδος, Trauben hervorbringend; ἀμπελος Theocr. ep. 4 (IX, 437). Bei Philpp. 45 (XI, 33) χάρις β. Βρομίου kann es auch der Traube Kind sein.
-
5 νᾱμα
νᾱμα, τό, das Fließende, der Quell, das Naß; Aesch. Prom. 808; Κασταλίας, Soph. Ant. 1117; Δίρκης, Eur. Phoen. 102; ποτάμιον, Cycl. 98; auch πυρός, Med. 1187; von den Thränen, δακρύων ῥήξασα ϑερμὰ νάματα, Soph. Tr. 915; ὄσσων Eur. Herc. Fur. 625; νᾶμα βάκχιον, Ar. Eccl. 14 u. sp. D., wie νᾶμα Βρομίου, Anacr. 44, 11; u. in Prosa, wie Plat. ἄφϑονα κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα, Critia. 111 d; τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα, Regen, Legg. VIII, 844 b; u. übertr., τὸ λόγων νᾶμα κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων, Tim. 75 e; ἐξ ἀλλοτρίων ποϑὲν ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσϑαι, Phaedr. 235 c; Sp., Luc. Herm. 60; Plut. öfter.
-
6 βοτρυόπαις
βοτρυό-παις, Trauben hervorbringend; χάρις β. Βρομίου kann es auch der Traube Kind sein -
7 βρόμιος
βρόμιος, lärmend, rauschend; bes. ὁ Βρόμιος, Beiname des Bacchus; adj., den Bacchus betreffend, bacchisch; βρομίου πῶμα Wein -
8 παράμουσος
παρά-μουσος, wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend
См. также в других словарях:
Βρομίου — Βρόμιος sounding masc/neut gen sg Βρόμιος sounding masc gen sg Βρομίος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομίου — βρόμιος sounding masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… … Hofmann J. Lexicon universale
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… … Dictionary of Greek
οινάς — οἰνάς, άδος, ἡ (ΑΜ) είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών αρχ. 1. η άμπελος, το κλήμα 2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.) 3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί,… … Dictionary of Greek
ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… … Dictionary of Greek
βρόμιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Br. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος (στην υποομάδα των αλογόνων), έχει ατομικό αριθμό 35 και δύο σταθερά ισότοπα. Στη φύση απαντάται με τη μορφή αλογονούχων ενώσεων, οι οποίες είναι πολύ διαδεδομένες … Dictionary of Greek
καρναλίτης — Ορυκτό που αποτελείται από διπλό ένυδρο χλωριούχο άλας του μαγνησίου και του καλίου με χημικό τύπο KCl·MgCl2·6H2O. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του ρομβικού συστήματος. Οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι με ψευδοεξαγωνική, πυραμιδική μορφή. Όταν… … Dictionary of Greek
αλογόνα — τα (χημ.), περιληπτική ονομασία των στοιχείων φθορίου, χλωρίου, βρόμιου, ιωδίου και άστατου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρομίωση — η η εισαγωγή βρόμιου σε κάποια χημική ένωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)