Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Βρομίου

См. также в других словарях:

  • Βρομίου — Βρόμιος sounding masc/neut gen sg Βρόμιος sounding masc gen sg Βρομίος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρομίου — βρόμιος sounding masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • οινάς — οἰνάς, άδος, ἡ (ΑΜ) είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών αρχ. 1. η άμπελος, το κλήμα 2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.) 3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί,… …   Dictionary of Greek

  • ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… …   Dictionary of Greek

  • βρόμιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Br. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος (στην υποομάδα των αλογόνων), έχει ατομικό αριθμό 35 και δύο σταθερά ισότοπα. Στη φύση απαντάται με τη μορφή αλογονούχων ενώσεων, οι οποίες είναι πολύ διαδεδομένες …   Dictionary of Greek

  • καρναλίτης — Ορυκτό που αποτελείται από διπλό ένυδρο χλωριούχο άλας του μαγνησίου και του καλίου με χημικό τύπο KCl·MgCl2·6H2O. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του ρομβικού συστήματος. Οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι με ψευδοεξαγωνική, πυραμιδική μορφή. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • αλογόνα — τα (χημ.), περιληπτική ονομασία των στοιχείων φθορίου, χλωρίου, βρόμιου, ιωδίου και άστατου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρομίωση — η η εισαγωγή βρόμιου σε κάποια χημική ένωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»