-
1 βακχέ-βακχον
βακχέ-βακχον, ᾆσαι, dem Bacchus ein Lied singen, das Βάκχε, Βάκχον anfing. Ar. Equ. 406.
-
2 μαινάς
μαινάς, άδος, ἡ, die Rasende, die Verzückte, bacchisch Begeisterte; μεγάροιο διέσσυτο μαινάδι ἴση, παλλομένη κραδίην, Il. 22, 460; H. h. Cer. 387; bes. die Bacchantinn, Aesch. frg. 350; aber Eum. 476 sind es die Erinyen; Βάκχον μαινάδων ὁμόστολον, Soph. O. R. 212, der auch λύσσα μαινάς verband, frg. 678, von der Liebe; öfter bei Eur., bes. in Bacch. Bei Pind. P. 4, 216 ist μαινὰς ὄρνις der Liebeswahnsinn erregende ἴυγξ.
-
3 λαβρο-ποτέω
λαβρο-ποτέω (ein λαβροπότης, Zecher, sein), stark trinken, zechen, βάκχον ἐν κύλικι, M. Argent. 12 (V, 110, vgl. X, 18). Von
-
4 ἀνα-μέλπω
ἀνα-μέλπω, anstimmen, Gesang, ἀναμέλψαι ἀοιδάν Theocr. 17, 113; preisen, Βάκχον Anacr. 36, 1.
-
5 ἀολλίζω
-
6 ὁμό-στολος
ὁμό-στολος, 1) zugleich, mitgeschickt, mitreifend, geleitend; Βάκχον Μαινάδων ὁμόστολον Soph. O. R. 212; sp. D., wie ὁμόστολον ὑμῖν ἕπεσϑαι Ap. Rh. 2, 802; Nonn. – 2) (στολή) gleich gekleidet, u. übh. ähnlich, μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις Aesch. Suppl. 491.
-
7 βακχέβακχᾆσαι
βακχέ-βακχᾆσαι, dem Bacchus ein Lied singen, das Βάκχε, Βάκχον anfing
См. также в других словарях:
βάκχον — Βάκχος Bacchus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
εύιος — εὔιος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.) 2. ως κύριο όν. Εὔιος Βάκχος 3. ως επίθ. εὔιος, ον βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω] … Dictionary of Greek
οινώψ — Πατέρας του ήρωα της αρχαίας Θήβας Υπέρβιου, που σκότωσε το θρυλικό γίγαντα Ιππομέδοντα, στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. * * * οἰνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ* («τᾱσδ ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ομόστολος — (I) ὁμόστολος, ον (Α) 1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης 2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό στολος]. (II) ὁμόστολος … Dictionary of Greek