-
1 βάκχον
ΒάκχοςBacchus: masc acc sg -
2 λάβρος
I in Hom. only of wind and water, furious, boisterous,Ζέφυρος λάβρος ἐπαιγίζων Il. 2.148
, cf. Od.15.293, Thphr.Vent.50;ὡς ὅτε κῦμα θοῇ ἐν νηῒ πέσῃσι λάβρον Il.15.625
;ποταμὸς.. λ. ὕπαιθα ῥέων 21.271
; :λ. ὄμβρος Hdt.8.12
; καπνός, σέλας, Pi.O.8.36, P.3.40; (lyr.); ; λάβρον αὐχέν', of the Hellespont personified, Tim.Pers.84; simply, huge, mighty,λίθος Pi.N.8.46
; ὕδατα λαβρότερα, expld. by ἀθροώτερα, Arist.Mete. 348b10: neut. as Adv.,λάβρον ἐπαιγίζων.. Ἔρως AP5.285.2
(Paul. Sil.).II after Hom., of men, boisterous, turbulent, esp.in talking, hasty, Thgn.634;λάβροι παγγλωσσίᾳ Pi.O.2.86
;λ. στόμα Simon. 177
, S.Aj. 1147;λ. ὄμμα E.Hel. 379
(anap., s.v.l.).2 fierce,δράκοντος λαβρόταται γένυες Pi.P.4.244
, cf.E.HF 253; violent, impetuous,λ. πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς Arist.GA 717a23
([comp] Comp.);λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ D.S.5.26
;λάβρος εἰς Βάκχον ὀλισθών AP11.25
(Apollonid.);λαγνεῖαι λαβρόταται Ti.Locr.103a
; ;Ἔρως AP5.267
(Paul. Sil.);λάβρῳ μαχαίρᾳ E.Cyc. 403
.III Adv. λάβρως violently, furiously, [ἵπποι] ἄνακτα φέρουσι λάβρως Thgn. 988
(cf. λαβροπόδης, -συτος); λ. ὕει Thphr.HP4.7.1
;ἄνεμοι καταιγίζοντες λ. D.S.5.26
;ἀθρόως καὶ λ. App.Hisp.18
, cf. Hann.48;διδόναι [τὸ ὀξύμελι] κατ' ὀλίγον καὶ μὴ λ. Hp.Acut.58
, cf. Ph.1.452.2 eagerly, greedily, λ. διαρταμᾶν (of the eagle) A.Pr. 1022; τῇ βρώσει χρῆται λ. (of the lion) Arist.HA 594b18, cf. Ph.1.71.—Poet. word, used also in [dialect] Ion. and late Prose. [[pron. full] λᾱ- by position in [dialect] Ep.: λᾰ- E.Or. l. c., HF 861 (troch.), AP11.25 (Apollonid.).] -
3 συρράπτω
A sew or stitch together,δέρματα νεύρῳ βοός Hes.Op. 544
, cf. Hdt.2.86, 4.64, Sor.Fasc.46;τὴν ῥῖνα Hp.Morb.2.36
;ῥῆγμα Archipp.38
; [ κοιλίαν], γαστέρα, IG42(1).122.18,33 (Epid., iv B.C.); σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων sew men's mouths up, i.e. stop their mouths, muzzle them, Pl.Euthd. 303e; τὰς ἐπιθυμίας σ. ταῖς ἀπολαύσεσι bring appetites into connexion with enjoyment, i.e. gratify them immediately, Plu.2.565d;σ. ῥήματα πρὸς ἕκαστα Them.Or.21.252d
; σ. Βάκχον μηρῷ sew him up in.., Nonn.D.7.152.II metaph., put together, compose, of a treatise, Phld.Ind.Sto. 4 ([voice] Pass.); σ. τοιαῦτα form such machinations, dub. cj. for συνέγραψε in D.C.38.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρράπτω
-
4 ἀολλίζω
A gather together,ἀόλλισσαν κατὰ ἄστυ γεραιάς Il.6.287
; ἀολλίσσασα γεραιάς ib. 270;ἀ. τὸν ὄχλον Pherecyd.11
J.:—[voice] Pass., come together, assemble,πάντες ἀολλίσθησαν' Ἀχαιοί Il.19.54
; ;νῆσοι ἀολλίζονται Call.Del.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀολλίζω
-
5 ὁμόστολος
ὁμό-στολος, ον,A in company with, attendant,Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον S.OT 212
(lyr.);ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802
.II generally, similar,μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.Supp. 496
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόστολος
См. также в других словарях:
βάκχον — Βάκχος Bacchus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
εύιος — εὔιος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.) 2. ως κύριο όν. Εὔιος Βάκχος 3. ως επίθ. εὔιος, ον βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω] … Dictionary of Greek
οινώψ — Πατέρας του ήρωα της αρχαίας Θήβας Υπέρβιου, που σκότωσε το θρυλικό γίγαντα Ιππομέδοντα, στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. * * * οἰνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ* («τᾱσδ ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ομόστολος — (I) ὁμόστολος, ον (Α) 1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης 2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό στολος]. (II) ὁμόστολος … Dictionary of Greek