Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ΑFΕΞΩ

См. также в других словарях:

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • αέξω — ἀέξω (Α) ποιητικός τύπος αντί αύξω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀFέξω, τ. με θεματική επαύξηση ς < ΙΕ ρίζα aweg (= πολλαπλασιάζω, αυξάνω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»