-
1 Αίθρα
Αἴθρᾱ, Αἴθρηclear sky: fem nom /voc /acc dualΑἴθρᾱ, Αἴθρηclear sky: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Αἴθρᾱͅ, Αἴθρηclear sky: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αίθρα
αἴθρᾱ, αἴθρηclear sky: fem nom /voc /acc dualαἴθρᾱ, αἴθρηclear sky: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αἴθρᾱͅ, αἴθρηclear sky: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Αἴθρα
Βλ. λ. Αίθρα -
4 Αἴθρᾳ
Βλ. λ. Αίθρα -
5 αἴθρα
Βλ. λ. αίθρα -
6 αἴθρᾳ
Βλ. λ. αίθρα -
7 Αίθρας
Αἴθρᾱς, Αἴθρηclear sky: fem acc plΑἴθρᾱς, Αἴθρηclear sky: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 Αἴθρας
Αἴθρᾱς, Αἴθρηclear sky: fem acc plΑἴθρᾱς, Αἴθρηclear sky: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 αίθρας
αἴθρᾱς, αἴθρηclear sky: fem acc plαἴθρᾱς, αἴθρηclear sky: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 αἴθρας
αἴθρᾱς, αἴθρηclear sky: fem acc plαἴθρᾱς, αἴθρηclear sky: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 Αίθραν
-
12 Αἴθραν
-
13 αίθραν
-
14 αἴθραν
-
15 αἴθρη
-
16 φυτεύω
A ; [tense] fut. εύσω X.Oec.19.13; [tense] aor.ἐφύτευσα Il.6.419
, etc.: [tense] pf. πεφύτευκα, [ per.] 3pl.πεφύτευκαν LXX Ez.19.13
:—[voice] Med., [tense] fut.- εύσομαι Pi.P.4.15
: [tense] aor.- ευσάμην X.Mem.1.1.8
:—[voice] Pass., [tense] fut.- ευθήσομαι Gp.5.19.1
: [tense] aor.ἐφυτεύθην X.An.5.3.12
, poet.[ per.] 3pl.φύτευθεν Pi. P.4.69
: [tense] pf.πεφύτευμαι Hdt.2.138
, etc.: ([etym.] φυτόν).I c. acc. of the thing planted, plant trees, esp. fruit-trees, ;δένδρεα φ. 18.359
, cf. Alc.44, etc.;ἄλσος πεφυτευμένον Hdt.
l.c.; (troch.); ὄρχους, ἀμπέλους, X.Oec.20.3,4; joined with σπείρω, ib.11.16, Mem.2.1.13, Pl. Phdr. 276e;φυτείαν Ev.Matt.15.13
;ἀρώμεναι ἠδὲ φ. Hes.Op.22
;φ. ἐν γῇ X.Oec.19.2
; ἐν ἀφόρῳ ib.20.3;εἰς γῆν Plu.2.986f
;φ. ἀπὸ κορύνης Gp.10.8.1
:—[voice] Med., plant for oneself, Pi.P.4.15, Luc.Cat.20:— [voice] Pass., δένδρα πεφυτευμένα, opp. to those of spontaneous growth, D.55.13.2 metaph., beget, engender, Hes.Op. 812, Sc.29, Hdt.4.145, Pi.N.7.84, etc.;φυτεύων παῖδας E.Alc. 662
, cf. Or.11, Ar.V. 1133, Pl.Cri. 50d;ὁ φυτεύσας πατήρ S.OT 793
, 1514, E.IA 1177 (s. v.l.); ὁ φυτεύσας alone, the father, S.Ph. 904, Tr. 1244;ὁ φ. αὐτόν E.Andr.49
, etc.: opp. ἡ τεκοῦσα, Lys.11.4 (rarely of the mother,σὲ.. φύτευσεν Αἴθρα Ποσειδᾶνι B.16.59
); οἱ φυτεύσαντες the parents, S. OT 1007, OC 1377;τοὺς τεκόντας καὶ φυτ. Id.Fr.64
, cf. E.Supp. 1092: metaph., (lyr.); (lyr.):—[voice] Pass., to be begotten, spring from parents,κείνων Pi.P.4.144
;ἐκ Κρόνου Id.N.5.7
; .3 generally, produce, bring about, cause, mostly of evils,ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει Od.5.340
;πρὶν ἡμῖν πῆμα φυτεῦσαι 4.668
(v.l.);φόνον καὶ κῆρα φ. 2.165
, 17.82; once in Il.,κακὸν μέγα πᾶσι φ. 15.134
;φύτευέ οἱ θάνατον Pi.N.4.59
;φ. πῆμα S.Aj. 953
; also in good sense, φ. γάμον, δόξαν, Pi.P.9.111, I.6 (5).12;Μίνωϊ τιμάν B.16.68
;καδέων ἀνάπαυσιν Id.18.35
:—[voice] Pass.,σὺν θεῷ φυτευθείς ὄλβος Pi.N.8.17
.II less freq. c. acc. of the ground planted, plant with fruit-trees,φ. γῆν Th.1.2
;χωρίον φ. καὶ γεωργεῖν Is.9.28
: abs., Eup.13, Philem.116:—[voice] Med.,ἀγρόν φ. X.Mem.1.1.8
:—[voice] Pass.,γῆ πεφυτευμένη Hdt.4.127
, cf. X.HG3.2.10; opp. ψιλή, Eup.230, D.20.115;τὰ πεφυτευμένα PHal.1.102
(iii B.C.), etc.;γεωργία καὶ ψιλὴ καὶ πεφ. Arist.Pol. 1259a2
.
См. также в других словарях:
Αἴθρα — Αἴθρᾱ , Αἴθρη clear sky fem nom/voc/acc dual Αἴθρᾱ , Αἴθρη clear sky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρα — αἴθρᾱ , αἴθρη clear sky fem nom/voc/acc dual αἴθρᾱ , αἴθρη clear sky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴθρᾳ — Αἴθρᾱͅ , Αἴθρη clear sky fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρᾳ — αἴθρᾱͅ , αἴθρη clear sky fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, σύζυγος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και μητέρα του Θησέα, που τον απέκτησε από τον Ποσειδώνα. Ο θεός της θάλασσας την έκανε δική του, ενώ είχε πάει, μετά από συμβουλή της… … Dictionary of Greek
Αίθρα — η θυγατέρα του βασιλιά της Τροιζήνας και μητέρα του Θησέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἴθρας — Αἴθρᾱς , Αἴθρη clear sky fem acc pl Αἴθρᾱς , Αἴθρη clear sky fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρας — αἴθρᾱς , αἴθρη clear sky fem acc pl αἴθρᾱς , αἴθρη clear sky fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴθραν — Αἴθρᾱν , Αἴθρη clear sky fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθραν — αἴθρᾱν , αἴθρη clear sky fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek