-
1 εὐηνορία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐηνορία
-
2 μεγαλανορία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλανορία
-
3 μεγαληνορία
A manliness, self-confidence, Pi.N.11.44 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαληνορία
-
4 ἠνορέη
A manhood, prowess,ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il.8.226
; ; ;ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα Od.24.509
;ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pi.O. 8.67
; manly beauty,ἠ. ἐρατεινήν Il.6.156
; ὕδατος ἠ. its strength, Epigr. ap. Ael.NA10.40; force,πολλάκι τοι ῥέα μῦθος, ὅ κεν μόλις ἐξανύσειεν ἠνορέη, τόδ' ἔρεξε A.R.3.189
: in pl., triumphs of manhood, Pi.N.3.20. (Perh. fr. Ανορία with [dialect] Aeol. - ρε- fr. - ρι-.)
См. также в других словарях:
φυξανορία — ἡ, Α η άρνηση για γάμο, η αποφυγή τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ανορία (< ᾱνωρ < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εὐ ανορία. Η λ. αποτελεί διόρθωση του τ. φυξάνοραν (βλ. φυξάνωρ)] … Dictionary of Greek
Ognvs — OGNVS, Pier. ad eiusd. Aen. X. v. 198. war des Tyberis und der Manto, einer Tochter des Tiresias, oder auch, nach andern, des Aulestes Sohn, und wird von einigen für den Erbauer der Stadt Mantua, nach andern aber, der Stadt Cesena angegeben. Serv … Gründliches mythologisches Lexikon
ανόρεος — ἀνόρεος, α, ον (Α) ανδρικός, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. *ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία] … Dictionary of Greek
ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… … Dictionary of Greek