Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Έρικ-

См. также в других словарях:

  • Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …   Dictionary of Greek

  • Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • Κλάπτον, Έρικ — (Eric Clapton, Ρίπλεϊ, Αγγλία 1945 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή Έρικ Πάτρικ Κλαπ. Από τους πιο προικισμένους λευκούς Βρετανούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Κ. επηρεάστηκε –όπως χιλιάδες νεαροί Άγγλοι της… …   Dictionary of Greek

  • Κάρλφελτ, Έρικ Άξελ — (Erik Axel Karlfeldt, Φολκέρνα 1864 – Στοκχόλμη 1931). Σουηδός ποιητής. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Σπούδασε στην Ουψάλα και παράλληλα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Τραγούδια του έρωτα και τουλόγγου (1895),… …   Dictionary of Greek

  • Κόρνελ, Έρικ — (Eric A. Cornell, Πάλο Άλτο, Καλιφόρνια 1961 –). Αμερικανός φυσικός. Πήρε πτυχίο φυσικής από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Το 1990, αφού έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στον τομέα της ατομικής φυσικής από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης ΜΙΤ,… …   Dictionary of Greek

  • Νόρντενσκιελντ, Άντολφ Έρικ Νιλς — (Nils Adolf Erik BaronNordenskjold, Ελσίνκι 1832 – Ντάλμπιε, Λουντ 1901). Σουηδός εξερευνητής. Ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της Αρκτικής, έδρασε κυρίως στην περιοχή της Σβάλμπαρτ (Σπιτσβέργης), όπου διηύθυνε τέσσερις αποστολές, στη… …   Dictionary of Greek

  • Χέκελ, ‘Ερικ — (Heckel, 1883 – 1960). Γερμανός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Εργάστηκε αρχικά στο εργαστήρι του ονομαστού αρχιτέκτονα της εποχής Ου. Κράις. Από το 1907 αφιερώθηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Εμπρεσιονιστικών τάσεων ηγήθηκε ζωγραφικής σχολής στη… …   Dictionary of Greek

  • Γέιγερ, Έρικ Γκούσταφ — (Erik Gustav Geijer, Ρανσέτερ 1783 – Στοκχόλμη 1847). Σουηδός ιστορικός, φιλόσοφος, ποιητής και πολιτικός. Αφοσιώθηκε σε ηθικοφιλοσοφικές μελέτες και δημοσίευσε πολυάριθμα δοκίμια, μεταξύ των οποίων τα Ο αληθινός και ο ψεύτικος διαφωτισμός κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ζίμαν, Έρικ Κρίστοφερ — (Erik Christopher Zeeman, Χόρσαμ, Σάσεξ 1925 –). Βρετανός μαθηματικός, δανέζικης καταγωγής. Σπούδασε στο κολέγιο Christ’s του Κέιμπριτζ και πήρε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Συνέχισε τη διετία 1954 55 στο… …   Dictionary of Greek

  • Κάντελ, Έρικ — (Eric Kandel, Βιέννη 1929 –). Αμερικανός ψυχίατρος και νευροφυσιολόγος, αυστριακής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στο Χάρβαρντ της Βοστόνης. Δίδαξε ως καθηγητής στο τμήμα ψυχολογίας… …   Dictionary of Greek

  • Σατί, Ερίκ — (Satie). Γάλλος συνθέτης (Ονφλέρ, Νορμανδία 1866 Παρίσι 1925). Αφού σπούδασε στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού γράφτηκε σε ηλικία σαράντα ετών, στη Schola can torum, όπου σπούδασε με τους Ρουσέλ και Ντ’ Εντύ. Συγγενεύοντας με τις νέες γαλλικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»