-
1 ἐρίκη
-
2 ἐρείκινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρείκινος
-
3 ἐρεικίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεικίς
-
4 ἐρεικίτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεικίτας
-
5 ἐρείκη
Grammatical information: f.Meaning: `heath, Arica arborea' (A., Eup.).Compounds: As 2. member prob. in ὑπ-έρεικος f. (Nic.), - ον n. (Hp., Dsc.; written ὑπερικόν) `Hypericum'; Strömberg Wortstudien 42.Derivatives: ἐρείκια n. pl. `heath-plants', ἐρείκινος `from heath' (pap.), ἐρεικηρός `id.' (medic.), ἐρεικαῖον (scil. μέλι) n. `honey from heath' (Plin.). PN Έρείκεια with Έρεικειεύς (Attica IVa; written Έρικ-, prob. itacistic.; cf. Meisterhans3 42 und 53), Έρεικοῦς λόφος (Asia Minor IVa), Έρεικοῦσσα island near Sicily (Str. u. a.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Celtic and Balto-Slavic designations of heather resemble ἐρείκη, if from *Ϝερείκᾱ, but do not agree completely: OIr. froech, Welsh grug \< IE *u̯roiko-; Latv. virši pl., Lith. vir̃zis, Russ. véres, véresk a. o. with unclear velar final. Acc. to Machek Lingua posnan. 2, 158f. ἐρείκη and véres etc. were borrowed from a common source. - See Vasmer Russ. et. Wb. s. véres. Unconvincing Specht Ursprung 164 und 206.Page in Frisk: 1,551Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρείκη
-
6 ἐρείκω
Grammatical information: v.Meaning: `breach, bruise, pound' (Il.).Other forms: ( ἐρεικόμενος intr. Ν 441), aor. ἤρῐκε (Ρ 595, intr.), ἐρεῖξαι (Ion.-Att.), perf. pass. ἐρήριγμαι, - μένος (Hp., Arist.),Derivatives: ἐρεικίδες pl. (Gal.), ἐρεικάς (H.) `pounded barley, groats', ἐρείκιον `crumbly pastry' (Gal.; formation like ἐρείπια), ἐρεικίτας ( ἄρτος, Ath.; Redard Les noms grecs en - της 89), all often itacistic. written ἐρικ-; thus ἐρίγματα pl. (Hp.), ἐρίγμη (Sch.) `bruised beans' for ἐρειγ-; in the same meaning with unexplained ε: ἐρέγματα (Thphr., Erot.), ἐρεγμός (pap., Gal., Erot.) with ἐρέγμινος (Dsc., Orib.).Origin: XX [etym. unknown]; cf. [858]Etymology: To the full grade root present ἐρείκω and the clearly old weak grade aorist ἤρικε there are no formal and semantic agreements. Close comes Skt. rikháti, likháti `scratch' (with aspirated velar), Lith. riekiù, riẽkti `cut loaf, plough for the first time', Skt. riśáti, liśáti `pluck, tear away'; the different forms can be in relation with the expressive meaning. As related nominal formations one might consider OHG rīga, MHG rīha `row, line', Lat. rixa `hatred, conflict', prob. also rīma `scratch, split'. - Further W.-Hofmann s. rīma, rixa, ricinus. Cf. ἐρείπω.Page in Frisk: 1,551-552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρείκω
См. также в других словарях:
Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… … Dictionary of Greek
Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… … Dictionary of Greek
Κλάπτον, Έρικ — (Eric Clapton, Ρίπλεϊ, Αγγλία 1945 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή Έρικ Πάτρικ Κλαπ. Από τους πιο προικισμένους λευκούς Βρετανούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Κ. επηρεάστηκε –όπως χιλιάδες νεαροί Άγγλοι της… … Dictionary of Greek
Κάρλφελτ, Έρικ Άξελ — (Erik Axel Karlfeldt, Φολκέρνα 1864 – Στοκχόλμη 1931). Σουηδός ποιητής. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Σπούδασε στην Ουψάλα και παράλληλα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Τραγούδια του έρωτα και τουλόγγου (1895),… … Dictionary of Greek
Κόρνελ, Έρικ — (Eric A. Cornell, Πάλο Άλτο, Καλιφόρνια 1961 –). Αμερικανός φυσικός. Πήρε πτυχίο φυσικής από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Το 1990, αφού έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στον τομέα της ατομικής φυσικής από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης ΜΙΤ,… … Dictionary of Greek
Νόρντενσκιελντ, Άντολφ Έρικ Νιλς — (Nils Adolf Erik BaronNordenskjold, Ελσίνκι 1832 – Ντάλμπιε, Λουντ 1901). Σουηδός εξερευνητής. Ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της Αρκτικής, έδρασε κυρίως στην περιοχή της Σβάλμπαρτ (Σπιτσβέργης), όπου διηύθυνε τέσσερις αποστολές, στη… … Dictionary of Greek
Χέκελ, ‘Ερικ — (Heckel, 1883 – 1960). Γερμανός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Εργάστηκε αρχικά στο εργαστήρι του ονομαστού αρχιτέκτονα της εποχής Ου. Κράις. Από το 1907 αφιερώθηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Εμπρεσιονιστικών τάσεων ηγήθηκε ζωγραφικής σχολής στη… … Dictionary of Greek
Γέιγερ, Έρικ Γκούσταφ — (Erik Gustav Geijer, Ρανσέτερ 1783 – Στοκχόλμη 1847). Σουηδός ιστορικός, φιλόσοφος, ποιητής και πολιτικός. Αφοσιώθηκε σε ηθικοφιλοσοφικές μελέτες και δημοσίευσε πολυάριθμα δοκίμια, μεταξύ των οποίων τα Ο αληθινός και ο ψεύτικος διαφωτισμός κατά… … Dictionary of Greek
Ζίμαν, Έρικ Κρίστοφερ — (Erik Christopher Zeeman, Χόρσαμ, Σάσεξ 1925 –). Βρετανός μαθηματικός, δανέζικης καταγωγής. Σπούδασε στο κολέγιο Christ’s του Κέιμπριτζ και πήρε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Συνέχισε τη διετία 1954 55 στο… … Dictionary of Greek
Κάντελ, Έρικ — (Eric Kandel, Βιέννη 1929 –). Αμερικανός ψυχίατρος και νευροφυσιολόγος, αυστριακής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στο Χάρβαρντ της Βοστόνης. Δίδαξε ως καθηγητής στο τμήμα ψυχολογίας… … Dictionary of Greek
Σατί, Ερίκ — (Satie). Γάλλος συνθέτης (Ονφλέρ, Νορμανδία 1866 Παρίσι 1925). Αφού σπούδασε στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού γράφτηκε σε ηλικία σαράντα ετών, στη Schola can torum, όπου σπούδασε με τους Ρουσέλ και Ντ’ Εντύ. Συγγενεύοντας με τις νέες γαλλικές… … Dictionary of Greek