-
1 ερείκιον
-
2 ἐρείκιον
-
3 ἐρείκιον
ἐρείκ-ιον, τό,A crumbly pastry,=ἴτριον, Gal.19.100.II ἐρίκια, τά, heath-plants, PLond.3.905 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρείκιον
-
4 ἐρείκω
Grammatical information: v.Meaning: `breach, bruise, pound' (Il.).Other forms: ( ἐρεικόμενος intr. Ν 441), aor. ἤρῐκε (Ρ 595, intr.), ἐρεῖξαι (Ion.-Att.), perf. pass. ἐρήριγμαι, - μένος (Hp., Arist.),Derivatives: ἐρεικίδες pl. (Gal.), ἐρεικάς (H.) `pounded barley, groats', ἐρείκιον `crumbly pastry' (Gal.; formation like ἐρείπια), ἐρεικίτας ( ἄρτος, Ath.; Redard Les noms grecs en - της 89), all often itacistic. written ἐρικ-; thus ἐρίγματα pl. (Hp.), ἐρίγμη (Sch.) `bruised beans' for ἐρειγ-; in the same meaning with unexplained ε: ἐρέγματα (Thphr., Erot.), ἐρεγμός (pap., Gal., Erot.) with ἐρέγμινος (Dsc., Orib.).Origin: XX [etym. unknown]; cf. [858]Etymology: To the full grade root present ἐρείκω and the clearly old weak grade aorist ἤρικε there are no formal and semantic agreements. Close comes Skt. rikháti, likháti `scratch' (with aspirated velar), Lith. riekiù, riẽkti `cut loaf, plough for the first time', Skt. riśáti, liśáti `pluck, tear away'; the different forms can be in relation with the expressive meaning. As related nominal formations one might consider OHG rīga, MHG rīha `row, line', Lat. rixa `hatred, conflict', prob. also rīma `scratch, split'. - Further W.-Hofmann s. rīma, rixa, ricinus. Cf. ἐρείπω.Page in Frisk: 1,551-552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρείκω
См. также в других словарях:
ερείκιον — ἐρείκιον, τὸ (Α) 1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον) 2. πληθ. τὰ ἐρείκια εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. ιον, από το οποίο με σίγηση τού αρχικού άτονου ε… … Dictionary of Greek
ἐρείκιον — crumbly pastry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ρείκι — Φυτό του βοτανικού γένους Ερείκη, της σημαντικής οικογένειας των Ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο κοινά είδη της ελληνικής χλωρίδας, που είναι και τα πιο γνωστά της οικογένειας, είναι ερείκη η σαρκόχροη και ερείκη η δενδρώδης. Η πρώτη είναι… … Dictionary of Greek