-
1 Εκατικός
-
2 Ἑκατικός
-
3 Ἑκατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑκατικός
-
4 Εκατικόν
-
5 Ἑκατικόν
-
6 στρόφαλος
-
7 Εκατική
-
8 Ἑκατική
-
9 Εκατικήν
-
10 Ἑκατικήν
-
11 στρόφαλος
-
12 Έκάτη
Grammatical information: f.Meaning: Popular goddess originating from Anatolia (Caria) (Hes. Th. 411ff., interpol.?; h. Cer.), also identified with Artemis (E. Supp. 676 [lyr.]); cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 722ff.Derivatives: Έκαταῖος `belonging to H.' (S., D.), also Έκατήσιος and Έκατικός `id.' (late); Έκάταιον n. effigy of H., which was put up before the houses or on three-forked roads (Ar.), Έκατήσιον `id.' (Plu.), Έκατήσια n. pl. Hekate-feast (Kos). Several Anatol. PN: Έκαταῖος, Έκατήνωρ, Έκατᾶς etc. (Bechtel Hist. Personennamen 150f.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prop. surname, from a cross of ἑκατηβόλος or ἑκηβόλος (s. vv.). (I see no reason why it would have had a digamma.) Prob. Pre-Greek.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Έκάτη
См. также в других словарях:
Ἑκατικός — of Hecate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκατικόν — Ἑκατικός of Hecate masc acc sg Ἑκατικός of Hecate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκατική — Ἑκατικός of Hecate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκατικήν — Ἑκατικός of Hecate fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή τής περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με… … Dictionary of Greek