-
1 Άχιλλεύς
Grammatical information: PNMeaning: The son of Peleus and Thetis (Il.).Other forms: Also Άχιλεύς (Il.)Derivatives: Άχιλλήϊος (Hdt.), Att. Άχίλλειος (E.); also a plant.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The variation λλ Άχιλλεύς λ (like σσ Άχιλλεύς σ in Όδυσ(σ)εύς) is typical Pre-Greek, prob. points to a palatalized l. (Not a metrical question as per Chantraine Gramm. hom. 110. Nor hypocoristic forms.) Therefore not to ἄχος `pain'. Cf. Boßhardt Die Nomina auf - ευς 139f. (Quite wrong Bader, DELG Add.)Page in Frisk: 1,201Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άχιλλεύς
-
2 Αχιλλεύς
-
3 Ἀχιλλεῦς
-
4 Αχιλλεύς
-
5 Ἀχιλλεύς
-
6 Ἀχιλλεύς
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.1Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos O. 9.71Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.19
σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) N. 4.49 βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ) εὺς codd.) N. 6.50 κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) N. 7.27 ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias N. 8.30καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. N. 3.43f., O. 2.79f. -
7 Ἀχιλλεύς
Ἀχιλλεύς, [dialect] Ep. also [full] Ἀχιλεύς, gen. Ἀχιλλέως (either quadrisyll. or trisyll., as the metre requires, cf. S.Ph.4,50 with 57, 364): acc. Ἀχιλλέᾱ ib. 331, 358, voc. Ἀχιλλεῦ: [dialect] Ep. gen. Ἀχιλλῆος, etc.:— Achilles.II the fallacy vulgarly called Achilles and the Tortoise', invented by Zeno of Elea, Arist.Ph. 239b14, D.L.9.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀχιλλεύς
-
8 Ἀχιλλεύς
Ἀχιλεύς, Ἀχιλλεύς, ῆος, dat. - ῆι and - εῖ: Achilles, son of Peleus and Thetis, king of the Myrmidons, and the hero of the Iliad, as announced in A 1. For his relations to Phoenix and Cheiron the centaur, see I; his destiny, Il. 9.410 ff.; expedition against Troy, Il. 2.681; forays, Il. 9.328, Il. 1.392, Il. 2.690; death of Patroclus, Il. 16.827; μηνίδος ἀπόρρησις, Il. 19.56; Ἕκτορος ἀναίρεσις, Χ; Ἕκτορος λύτρα, Ω. The death of Achilles is mentioned in the Odyssey, Od. 5.310, Od. 24.37 ff. Epithets, δαΐφρων, διίφιλος, θεοείκελος, θεοῖς ἐπιείκελος, πελώριος, ποδάρκης, ποδώκης, πτολίπορθος, ῥηξήνωρ, πόδας ταχύς, and ὠκύς. (See cut from Panathenaic Amphora.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀχιλλεύς
-
9 Ἀχιλεύς
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.1Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos O. 9.71Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.19
σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) N. 4.49 βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ) εὺς codd.) N. 6.50 κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) N. 7.27 ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias N. 8.30καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. N. 3.43f., O. 2.79f. -
10 Αχιλή'
Ἀχιλῆα, Ἀχιλλεύςmasc acc sg (epic ionic)Ἀχιλῆι, Ἀχιλλεύςmasc dat sg (epic ionic)Ἀχιλῆε, Ἀχιλλεύςmasc nom /voc /acc dual (epic ionic) -
11 Ἀχιλῆ'
Ἀχιλῆα, Ἀχιλλεύςmasc acc sg (epic ionic)Ἀχιλῆι, Ἀχιλλεύςmasc dat sg (epic ionic)Ἀχιλῆε, Ἀχιλλεύςmasc nom /voc /acc dual (epic ionic) -
12 Αχιλή
-
13 Ἀχιλῆ
-
14 Αχιλείς
-
15 Ἀχιλεῖς
-
16 Αχιλεύς
-
17 Ἀχιλεύς
-
18 Αχιλλή
-
19 Ἀχιλλῆ
-
20 Αχιλλείς
См. также в других словарях:
Ἀχιλλεῦς — Ἀχιλλεύς masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αχιλλεύς — Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου. Βλ. λ. Αχιλλέας … Dictionary of Greek
Τάτιος, Αχιλλεύς — Αλεξανδρινός μυθιστοριογράφος (4ος αι. μ.Χ.). Ήταν μεταγενέστερος του συγγραφέα των Αιθιοπικών Ηλιόδωρου και το κυριότερο έργο του τιτλοφορείται Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα. Το έργο αυτό αποτελείται από 8 βιβλία και έχει πολλές ομοιότητες με… … Dictionary of Greek
Ἀχιλεῖς — Ἀχιλλεύς masc acc pl Ἀχιλλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλεύς — Ἀχιλλεύς masc nom sg (epic) Ἀχιλλεύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλεῖς — Ἀχιλλεύς masc acc pl Ἀχιλλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλεῦ — Ἀχιλλεύς masc voc sg Ἀχιλλεύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλῆ — Ἀχιλλεύς masc nom/voc/acc dual Ἀχιλλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλῆ — Ἀχιλλεύς masc nom/voc/acc dual Ἀχιλλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλεῖ — Ἀχιλλεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)