Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Άρίστων

См. также в других словарях:

  • Ἀρίστων' — Ἀρίστωνα , Ἀρίστων masc acc sg Ἀρίστωνι , Ἀρίστων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστων — Ἄριστος masc gen pl Ἀρίστων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστῶν — Ἀρίστη fem gen pl Ἀρίστης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστῶν — ἀ̱ριστῶν , ἀριστάω take the pres part act masc voc sg ἀ̱ριστῶν , ἀριστάω take the pres part act neut nom/voc/acc sg ἀ̱ριστῶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀ̱ριστῶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστων — ἄριστον morning meal neut gen pl (epic) ἀ̱ρίστων , ἄριστον morning meal neut gen pl (attic) ἄριστος best fem gen pl ἄριστος best masc/neut gen pl ἀ̱ρίστων , ἀριστάω take the imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ρίστων , ἀριστάω take the imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ρίστων — ἀρίστων , ἄριστον morning meal neut gen pl (epic) ἀ̱ρίστων , ἄριστον morning meal neut gen pl (attic) ἀρίστων , ἄριστος best fem gen pl ἀρίστων , ἄριστος best masc/neut gen pl ἀ̱ρίστων , ἀριστάω take the imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστωνα — Ἀρίστων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστωνι — Ἀρίστων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστωνος — Ἀρίστων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРИСТОН —     I.    • Aristo (n),          Άρίστων,        1. с Хиоса (по прозванию Σειρήν, Сирена или Φάλανθος, Плешивый), греческий философ стоической школы, учил в Афинах ок. 275 г. до Р. X.; хотя он был непосредственным учеником Зенона, однако не… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»