-
1 Αριάδνη
Ἀριάδνηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Ἀριάδνηfem dat sg (attic epic ionic) -
2 Άριάδνη
Grammatical information: PN f.Meaning: daughter of Minos, taken away by Theseus (Il.)Other forms: Άριάγνη on a vase; Άριήδη acc. to Zenodotos at Σ 592, Call. cf. 67.13 The form is confirmed by Άριήδαν. την Άριάδνην. Κρῆτες H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The gloss ἁδνόν. ἁγνόν. Κρῆτες H. is artificial, as γν \> δν is not Cretan (Brown, Pre-Greek Speech on Crete1985, 25). So the word does not contain ἁγνός. An IE etym. is improbable for a Cretan goddess. The group - δν- is typical of Pre-Greek.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άριάδνη
-
3 Ἀριάδνη
Βλ. λ. Αριάδνη -
4 Ἀριάδνῃ
Βλ. λ. Αριάδνη -
5 Ἀριάδνη
Ἀρι - άδνη: Ariadne, daughter of Minos, king of Crete, who gave Theseus the clue to the Labyrinth, Od. 11.321, Il. 18.592.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀριάδνη
-
6 Αριάδνας
-
7 Ἀριάδνας
-
8 Αριάδνην
-
9 Ἀριάδνην
-
10 Αριάδνης
-
11 Ἀριάδνης
-
12 ξανθός
A yellow, of various shades, freq. with a tinge of red, brown, auburn, ;ἔστι δὲ τὸ ξ. ἐν τῇ ἴριδι χρῶμα μεταξὺ τοῦ τε φοινικοῦ καὶ πρασίνου χρώματος Arist.Mete. 375a11
;ξανθὸν ἐρεύθεσθαι AP12.97
(Antip.): in [dialect] Ep. mostly used of fair, golden hair, ξ. κόμη, χαίτη, of Achilles, Il.1.197, 23.141 ; ξ. τρίχες, of Odysseus, Od.13.399, 431 ; κάρη ξ. Μενέλαος (but usu. ξ. M. alone) 15.133 ; also of women,ξ. Ἀγαμήδη Il.11.740
; (but ξ. Δημήτηρ golden corn, Il.5.500, etc.) ; so later, of Helen, Sapph.Supp.13.5 ; of Athena and the Graces, Pi.N.10.7, 5.54 ; of Harmonia, E.Med. 834 (lyr.) (but in later Gr. of complexion, Cleom.2.1) ; of dyed hair,τὴν γυναῖκα τὴν σώφρον' οὐ δεῖ τὰς τρίχας ξ. ποιεῖν Men.610
; also of horses, bay,ἵππων ξ. κάρηνα Il.9.407
, cf. 11.680 ;ξ. πῶλοι Alc.Supp.8.14
, S.El. 705 ;βοῶν ξανθὰς ἀγέλας Pi. P.4.149
;ξ. λέων Id.Fr. 237
;πώλου δίκην, ἥ τις.. θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο S.Fr.659.4
, etc.2 after Hom. of all kinds of objects,ἄρτοι ξ. Xenoph.1.9
; ξανθῶν σπονδὰς μελιτῶν v.l. in Emp. 128.7 ;ἴων ξ. ἀκτῖνες Pi.O.6.55
; ξ. νεφέλα, of gold, ib.7.49 ;μέλι Simon.47
;φλόξ B.Fr.3.4
;ἀκτῖνες πυρός Sopat.13
; ; of wine,ξ. Ἀφροδισία λάταξ S.Fr. 277
(lyr.) ; of a roast pigeon, Ar. Ach. 1106 ; ξανθαῖσιν αὔραις ἀγάλλεται exults in its yellow fragrance, of a fried fish, Antiph.217.22 : in Medic., freq. of bile, Hp.VM19, etc.: [comp] Comp. : [comp] Sup.-ότατος, βόστρυχοι Pherecr. 189
.II Ξάνθος, parox., as pr. n.,1 a stream of the Troad, so called by gods, by men Scamander, Il.20.74, etc.2 a horse of Achilles, Bayard, the other being Βαλίος, Piebald, 16.149.3 name of a man, D.H.1.28, etc.4 fem., a city of Lycia, Hdt.1.176, etc. -
13 παναρίζηλος
πᾰν-ᾰρίζηλος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναρίζηλος
-
14 ἀδνόν
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Hypercorrect form caused by the development δν \> γν? Or just a form invented to explain Άριάδνη ? Buck, Gr. Dial. 2, 777.Page in Frisk: 1,21Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀδνόν
См. также в других словарях:
Ἀριάδνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριάδνῃ — Ἀριάδνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριάδνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης. Στον μύθο του Θησέα (βλ. λ.) αναφέρεται ότι η Α. τον ερωτεύτηκε, γι’ αυτό τον βοήθησε να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να βγει από τον Λαβύρινθο με τη βοήθεια ενός νήματος,… … Dictionary of Greek
Αριάδνη — η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀριάδνην — Ἀριάδνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριάδνης — Ἀριάδνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Θησέας ή Θησεύς — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, ο σημαντικότερος μετά τον Ηρακλή. Ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα (σύμφωνα με άλλον μύθο του Ποσειδώνα), και της Αίθρας, κόρης του Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, ο οποίος τον ανέθρεψε. Σε ηλικία δεκαέξι ετών … Dictionary of Greek
Ariane — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Ariane est un nom féminin d origine grecque (Ἀριάδνη / Ariádnê, « sacré »), qui peut désigner : Sommaire 1 M … Wikipédia en Français
Ариадна — (Ariadne, Αριάδνη). Дочь Миноса и Пазифаи. Когда Тезей был отправлен на остров Крит в числе семи юношей и семи девушек на съедение чудовищу Минотавру, жившему в лабиринте, Ариадна влюбилась в него и дала ему клубок ниток, при помощи которого он… … Энциклопедия мифологии