-
1 Αθήνα
Ἀθήνᾱ, Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc /acc dualἈθήνᾱ, Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ἀθήνᾱ, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem nom /voc sg (epic doric aeolic) -
2 Ἀθήνα
Ἀθήνᾱ, Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc /acc dualἈθήνᾱ, Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ἀθήνᾱ, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem nom /voc sg (epic doric aeolic) -
3 Αθηνά
Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc /acc dual (attic)Ἀθήνηcasting vote: fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)——————Ἀθήνηcasting vote: fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) -
4 Αθηνα
ион. Ἀθήνη, дор. Ἀθάνα и Ἀθαναία, лак. Ἀσάνα, арх. Ἀθηναία, ион. Ἀθηναίη (ᾰθᾱ) ἥ (тж. Παλλάς - άδος) Афина (любимая дочь Зевса, вечнодевственная богиня наук, искусств и ремесел, победоносной войны и мирного процветания, покровительница Аттики и Афин); ее эпитеты у Hom.γλαυκῶπις «светлоокая» или «совоокая», ἀγελείη и ληῖτις «дарующая добычу», ἐρυσίπτολις «градохранительница», λαοσσόος «возбуждающая народы», πολύβουλος «богатая (мудрыми) советами», ἀτρυτώνη «неукротимая», φθισίμβροτος «губящая смертных (на войне)», Τριτογένεια «рожденная на берегах Тритона»
-
5 Ἀθηνᾶ
Βλ. λ. Αθηνά -
6 Ἀθηνᾷ
Βλ. λ. Αθηνά -
7 Αθήνα
η, Αθήναι αι г. Афины -
8 Αθήνα
ηAthen n -
9 Συν Αθηνά και χείρα κίνει
• На Бога надейся, а сам не плошай• Афине молись, а сам шевелисьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Συν Αθηνά και χείρα κίνει
-
10 Αθήνας
Ἀθήνᾱς, Ἀθήνευςmasc acc plἈθήνᾱς, Ἀθήνηcasting vote: fem acc plἈθήνᾱς, Ἀθήνηcasting vote: fem gen sg (doric aeolic)Ἀθήνᾱς, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem acc plἈθήνᾱς, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem gen sg (epic doric aeolic) -
11 Ἀθήνας
Ἀθήνᾱς, Ἀθήνευςmasc acc plἈθήνᾱς, Ἀθήνηcasting vote: fem acc plἈθήνᾱς, Ἀθήνηcasting vote: fem gen sg (doric aeolic)Ἀθήνᾱς, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem acc plἈθήνᾱς, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem gen sg (epic doric aeolic) -
12 Αθηνάων
Ἀθηνά̱ων, Ἀθήνηcasting vote: fem gen pl (attic epic ionic aeolic)Ἀθηνά̱ων, Ἀθήνηcasting vote: fem gen pl (epic aeolic)Ἀθηνά̱ων, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem gen pl (epic aeolic) -
13 Ἀθηνάων
Ἀθηνά̱ων, Ἀθήνηcasting vote: fem gen pl (attic epic ionic aeolic)Ἀθηνά̱ων, Ἀθήνηcasting vote: fem gen pl (epic aeolic)Ἀθηνά̱ων, Ἀθῆναιthe city of Athens: fem gen pl (epic aeolic) -
14 Αθηναα
-
15 Αθηναια
-
16 Αθηνη
-
17 Афины
-
18 в
в (во) в разн. знач. σε, σ', εις; για; в театре στο θέατρο в Москве στη Μόσχα; войти в дом μπαίνω στο σπίτι* ехать в Афины πηγαίνω στην Αθήνα в двух километрах σε απόσταση δύο χιλιομέτρων; в десять часов утра στις δέκα το πρωί в тысяча девятьсот , восемьдесят пятом году στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε; в прошлый раз την περασμένη φορά; в память чего-л. για ενθύμιο τινός в самом деле αλήθεια, πραγματικά* * *в разн. знач. воσε, σ’, εις; γιαв теа́тре — στο θέατρο
в Москве́ — στη Μόσχα
войти́ в дом — μπαίνω στο σπίτι
е́хать в Афи́ны — πηγαίνω στην Αθήνα
в двух киломе́трах — σε απόσταση δύο χιλιομέτρων
в де́сять часо́в утра́ — στις δέκα το πρωί
в ты́сяча девятьсо́т во́семьдесят пя́том году́ — στα χίλια εννιακόσια ογδόντα πέντε
в про́шлый раз — την περασμένη φορά
в па́мять чего́-л. — για ενθύμιο τινός
в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά
-
19 когда-либо
когда-либо, когда-нибудь 1) (в будущем) κάποτε, καμιά φορά \когда-либо поедем и мы κάποτε θα πάμε κι εμείς 2) (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά вы \когда-либо были в Афинах? ήσαστε ποτέ στην Αθήνα;* * *= когда-нибудь1) ( в будущем) κάποτε, καμιά φοράкогда́-либо пое́дем и мы — κάποτε θα πάμε κι εμείς
2) ( в прошлом) ποτέ, καμιά φοράвы когда́-либо бы́ли в Афи́нах? — ήσαστε ποτέ στην Αθήνα
-
20 прожить
прожить: я прожил в Афинах много лет έζησα στην Αθήνα πολλά χρόνια* * *я про́жил в Афи́нах мно́го лет — έζησα στην Αθήνα πολλά χρόνια
См. также в других словарях:
Ἀθήνα — Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀθήνᾱ , Ἀθῆναι the city of Athens fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Sp Atėnai Ap Αθήναι/Athēnai sen. graikų kalba Ap Αθήνα/Athina graikiškai L sen. gr. polis, Atikos nomo c., Graikijos sostinė … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αθήνα — η η πρωτεύουσα της Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθηνά — η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀθηνᾶ — Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual (attic) Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθηνᾷ — Ἀθήνη casting vote fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρσούλη, Αθηνά — (Αθήνα 1887 – 1975). Συγγραφέας, μουσικός και ζωγράφος. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και ως ζωγράφος έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έγραψε επίσης πολλά βιβλία με διηγήματα, ποιήματα, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες … Dictionary of Greek
Αθηνά της Άρκτου — Πολεμικό πλοίο του Λάμπρου Κατσώνη, ναυαρχίδα του στόλου του από τον Απρίλιο του 1789 έως τον Απρίλιο του 1790. Το πλοίο αγοράστηκε το 1788 από τους Έλληνες της Τεργέστης. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις Κύπρου, Συρίας, Αιγύπτου, Καρπάθου, Δυρραχίου … Dictionary of Greek