-
101 запольный
επ. (διαλκ.) που είναι πέρα από τα καλλιεργημένα:εδάφη. -
102 запрыгнуть
ρ.σ.1. πηδώ μέσα•кошка -ла в кладовку η γάτα πήδησε μέσα στην αποθήκη.
2. υπερπηδώ•запрыгнуть черту πηδώ πέρα από τη γραμμή.
-
103 заречный
επ. ο πέρα από το ποτάμι. -
104 зашить
-шью, -шьшь, προστκ. зашейρ.σ.μ.ράβω•зашить пальто ράβω πανωφόρι•
зашить рану ράβω την πληγή.
|| κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.
δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω. -
105 из-за
πρόθεση.1. απο, πίσω από από πέρα•смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•
встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•
выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•
из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•
он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•
приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.
2. λόγω, απο, εξ αιτίας•разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•
из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•
из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•
из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•
из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•
из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•
из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•
жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•
из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;
-
106 кидать
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•
кидать невод ρίχνω το δίχτυ•
кидать тень ρίχνω σκιά•
кидать свет ρίχνω φως•
кидать взгляд ρίχνω ματιά.
|| μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•
его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.
εκφρ.кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.
|| αρέσκομαι•дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.
3. πηδώ•кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.
4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.εκφρ.кидать в глаза – βλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•то – αίμα. στο κεφάλι.. -
107 ковылять
ρ.δ. κουτσαίνω, χωλαίνω• ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. -
108 колесить
-ешу, -есишьρ.δ.1. λοξοδρομώ, πηγαίνω πέρα-δώθε.2. περιέρχομαι, γυρίζω πολλά μέρη (με όχημα). -
109 конец
-нца α.1. τέλος, τέρμα, πέρας•месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•
-песни τέλος του τραγουδιού•
без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•
при - жизни προς το τέλος της ζωής•
доводить до -а φέρω σε πέρας•
от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•
-нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.
2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.
3. θάνατος•тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.
4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.εκφρ.до -а – ως το τέλος•под -ом – προς το τέλος•из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•нет -а – δεν υπάρχει τέλος•-а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•- ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•- ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε. -
110 край
-я (-ю), προθτ. о крае, в край, на край, πλθ. -края а.1. άκρη, άκρο•край крыши η άκρη της στέγης•
он живёт на -ю города αυτός ζει στην άκρη της πόλης.
|| χείλος•налить стакан до -ёв γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα. εσχατιά, τέρμα.
|| ακροστόμιο. || περιχείλωμα, μπορντούρα• μπορ (καπέλου). || παρυφή, ούγια.2. χώρα, περιοχή, τόπος•родной край γενέτειρα.
3. μεγάλη διοικητική περιοχή.εκφρ.толстый край – το μεσόπλευρο (κρέας)•тонкий край – πλευρικό, πλευρά•с -ю – από τον τελευταίο (αρχίζω)•через край – πέρα από το μέτρο, υπέρμετρα•в наших -ях – στα μέρη μας•из -я в край ή от -я до -я – απ άκρη σ άκρη•конца и -я нет – απέραντος•на край света – στην άκρη (πέρατα) του κόσμου•на край земли – στα πέρατα της γης•быть на -га гроба ή могилы – είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, είμαι του θανατά•литься ή переливаться, бить через край – ξεσπώ, ξεφαντώνω•хватить через край – το παρακάνω• πράττω κάτι άτοπο•краем ухо слышать (услышать) – το πήρε λίγο τ αυτί μου. -
111 метать
метать 1мечу, мечешь; μτχ. ενστ. мечущий, επιρ. μτχ. мечаρ.δ.μ.1. ρίχνω, πετώ•землю из ямы πετώ χώμα από το λάκκο•
метать копьё ρίχνω ακόντιο•
метать гранаты ρίχνω χειροβομβίδες•
метать взор, взгляд ρίχνω βλέμμα, ματιά.
2. παρασύρω• σκορπίζω. || διαχέω.3. ωοτοκώ•икру γονοβολώ, γονεύω.
εκφρ.метать пар – οργώνω χωράφι από αγρανάπαυση•метать бисер перед свиньями – παρμ. τα άγια τοις κυσί.πηγαίνω πέρα-δώθε, κινούμαι άτακτα περιφέρομαι, στριφογυρίζω. || παλ. ρίχνομαι προς...• метать в глаза βλ. έκφρ. στη λ. броситься.метать 2-аю, -аешь; μτχ. ενστ. метающий, επιρ. μτχ. метаяρ.δ.μ.τρυπώνω, ράβω αραιά και πρόχειρα.εκφρ.метать петли – α) ράβω κουμπότρυπες, β) κάνω κλωθογύρες (για χάσιμο των ιχνών).τρυπώνομαι. -
112 море
-я, πλθ. -я, -и ουδ.1. η θάλασσα•средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•
балтийское море Βαλτική θάλασσα•
каспийское море Κασπία θάλασσα•
взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•
бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•
за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•
из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.
|| πέλαγος•эгиско море Αιγαίο πέλαγος•
ионическое море Ιόνιο πέλαγος.
|| λίμνη πολύ μεγάλη•аральское море η λίμνη Αρρίλη.
2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•море слз π,οτάμια δάκρυα•
море крови ποτάμια αίματος.
|| τεράστια έκταση•хлебов θάλασσα σιτηρών.
3. επίρ. δια θαλάσσης•ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.
εκφρ.житейское море – παλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•за -ем, (мореями) – παλ. στα ξένα•на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί. -
113 мыкать
-аю, -аешь κ. мычу, мычешьρ.δ.μ. (απλ.) ταλαιπωρώ, καταπονώ.εκφρ.мыкать век ή жизнь – φτωχοζώ, με.δέρνει η φτώχεια•горе мыкать – ζω με στερήσεις.ταλαιπωρούμαι περιπλανιέμαι. || περιφέρομαι, περιέρχομαι. || πηγαίνω πέρα-δώθε. -
114 нырять
ρ.δ.1. βυθίζομαι, καταδύομαι, βουτώ, ποντίζομαι.2. μτφ. εισδύω, χώνομαι•нырять в толпу χώνομαι στο πλήθος.
3. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. || κάνω βουτιά•самолт -яет в воздухе το αεροπλάνο κάνει βουτιές στον αέρα.
|| (πυγμαχία) κάμπτομαι, αποφεύγω τα χτυπήματα στο κεφάλι. -
115 обернуть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.1. (περι)τυλίγω•обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.
2. περικαλύπτω, ντύνω.3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•
обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).
4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορίαденьги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.6. βλ. обернуться (2 σημ.).ανατρέπω, αναποδογυρίζω•обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.
|| εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.εκφρ.- вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.
|| περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.
2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι. -
116 одаль
επίρ. (παλ. κ. διαλκ.) μακρύτερα, πιο πέρα, παραπέρα. -
117 от...
κ. ото... κ. отъ..., πρόθεμαΧρησιμοποιείται για το σχημαρισμό ρημάτων και σημαίνει: α) απομάκρυνση• ξεχώρισμα: отбежать, отплыть, отступить, β) απόσπαση μέρους από το όλο• αποκοπή: отвязать, откусить, отрезать. γ) αντενέργεια, ανταπόδοση, ανταπάντηση: отблагодарить, отдарить, откликнуться, δ) τέλος ή σταμάτημα της ενέργειας: отбарабанить, отгулять, отзаниматься, ε) λήξη (εντατ ικής) ενέργειας: отстегать, отшлёпать; отделать, отшлифовать, ζ) με το μόριο «-ся» απόκλιση, έκπτωση, ξέπεσμα: отговориться, отбояриться, η) συνέχεια της ενέργειας πέρα από το κανονικό, υπέρ το δέον: отлежать, отсидеть. -
118 отлёт
-а α.αναχώρηση, πτήση, πέταγμα•-птиц αποδημία των πτηνών.
εκφρ.на -е – λίγο πιο πέρα, σε μικρή απόσταση•держать на отлте – κρατώ ανάμερα•держать на отлёт папиросу – κρατεί το τσιγάρο ανάμερα•быть на -е – είμαι έτοιμος για πτήση. -
119 отныне
επίρ.από τώρα, απ εδώ και μπρος, απ εδώ και πέρα, απ εδώ και στο εξής. -
120 отойти
отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,επιρ. μτχ. отойдяρ.σ.1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.
|| διανύω απόσταση•отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.
|| φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.
3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.
4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•от темы απομακρύνομαι από το θέμα.
5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•
отойти от места αφήνω τη θέση.
|| παύω να ασχολούμαι, παρατώ.6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•
обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•
отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.
8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.
|| χρησιμοποιούμαι για κάτι.10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•мода -шла -η μόδα πέρασε•
лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.
11. πεθαίνω, αποβιώνω.12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.
εκφρ.отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίςαφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•отойти от господ (на волю) ή отойти на волю – παλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.
См. также в других словарях:
πέρα — πέρᾱ , πέρα beyond indeclform (adverb) πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc/acc dual πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πέρᾱ , περάω 1 drive right through pres imperat act 2nd sg πέρᾱ , περάω 1 drive right through imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέρα — Πέρᾱ , Πέρευς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… … Dictionary of Greek
πέρα — επίρρ. τοπ. 1. μακριά απ εδώ, αντίκρυ. 2. φρ., «εκεί πέρα»· «πέρα δώθε»· «πέρα για πέρα», εντελώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέρᾳ — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρα κόστα — η ναυτ. η ακτή που βρίσκεται πέρα από τον φυσικό ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κόστα «ακτή, παραλία» (< ιταλ. costa)] … Dictionary of Greek
Πέρα Βάχλια — Ορεινός οικισμός (... κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται στην κοινότητα Βάχλιας … Dictionary of Greek
Πέρα Μέλανα — Κοινότητα (κάτ., υψόμ. 260 μ.). Βρίσκεται στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας … Dictionary of Greek
Πέρα Νεβρόπολη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου … Dictionary of Greek
Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης … Dictionary of Greek
Πέρα Τριοβάσαλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μήλου … Dictionary of Greek