Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+το+πέρα(σ)μα

  • 41 отодвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•

    отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.

    || ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•

    отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.

    2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•

    отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•

    отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.

    1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,
    2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отодвинуть

  • 42 отсесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. отсел, -ла, -ло, προστκ. отсядь
    ρ.σ.
    κάθομαι λίγο πιο πέρα•

    отсесть от окна κάθομαι λίγο πιο πέρα από το παράθυρο.

    Большой русско-греческий словарь > отсесть

  • 43 перелететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ πάνω από υπερίπταμαι• διίπταμαι•

    перелететь через аллы πετώ πάνω από τις Αλπεις•

    перелететь море περνώ τη θάλασσα πετώντας.

    || υπερπηδώ, πηδώ μέσα πάνω από το φράχτη•

    петух -л частокол ο κόκορας πέταξε πάνω. από το φράχτη.

    2. πηγαίνω αεροπορικώς•

    перелететь из Москвы в Ленинград πετώ από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ.

    || αποδημώ•

    птицы -ли с севера на юг τα πουλιά αποδήμησαν από το βοριά στο νότο.

    3. εκτοξεύομαι πέρα από•

    снаряд -л η οβίδα έπεσε πέρα από το στόχο.

    Большой русско-греческий словарь > перелететь

  • 44 перерасходовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. δαπανώ, καταναλώνω πέρα από το καθορισμένο.
    δαπανώμαι, καταναλώνομαι πέρα από το καθορισμένο.

    Большой русско-греческий словарь > перерасходовать

  • 45 подальше

    επίρ.
    μακρύτερα, πιο μακριά, πΊ,Ο πέρα, παρέκει•

    отодвинь подальше стул κάνε πιο πέρα το κάθισμα.

    Большой русско-греческий словарь > подальше

  • 46 полно

    ως κατηγ. φτάνει, αρκετά, είναι αρκετό• πάψε, σταμάτα, κόφτο. || τι λες! τι λέτε!
    εκφρ.
    да и полно – πέρα για πέρα• και τίποτε περισσότερο ή παραπάνω.
    επίρ.
    πλήρως, γεμάτα, κάργα.

    Большой русско-греческий словарь > полно

  • 47 положительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. θετικός•

    положительный ответ θετική απάντηση•

    -ые результаты θετικά αποτελέσματα.

    2. οριστικός, τελειωτικός•

    положительный отказ οριστική άρνηση.

    || πλήρης, ακέραιος•

    -ое невежество πλήρης αμάθεια, αμορφωσιά•

    положительный дурак πέρα για πέρα βλάκας.

    3. (μαθ.) θετικός•

    -ое число θετικός αριθμός.

    || (ως αντών. του επ. αρνητικός)•

    положительный заряд θετικός ηλεκτρισμός•

    положительный полюс (φυσ.) ο θετικός πόλος•

    -ая температура θερμοκρασία άνω του μηδενός.

    εκφρ.
    - ая степень сравнения – θετικός βαθμός (των επιθέτων)•
    - ая философия – ο θετικισμός.

    Большой русско-греческий словарь > положительный

  • 48 провинтить

    -нчу, -нтишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. провинченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ. βιδώνω, περνώ τη βίδα πέρα-πέρα.
    βιδώνομαι.
    -нчу, -нтишь
    ρ.σ.
    (χαρτπ.) παίζω βιδωτό.

    Большой русско-греческий словарь > провинтить

  • 49 пронзить

    -нжу, -нзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронзнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. διατρυπώ, διαπερνώ•

    пронзить насквозь διατρυπώ πέρα-πέρα•

    пронзить штыком λογχίζω διαμπερώς.

    2. μτφ. θλίβω, βασανίζω, προξενώ άλγος, πληγώνω•

    пронзить больго сердце πληγώνω την καρδιά•

    душу πληγώνω την ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > пронзить

  • 50 просадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. σπάζω πέρα-πέρα, διατρυπώ•

    просадить стену ломом σπάζω τον τοίχο με το λοστό.

    2. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    просадить все патроны καταναλώνω όλα τα φυσίγγια.

    || χάνω (στα τυχερά παιγν ίδια).

    Большой русско-греческий словарь > просадить

  • 51 просаживать

    ρ.δ.
    βλ. просадить.
    διανοίγομαι, σπάζω πέρα-πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > просаживать

  • 52 проткнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    διατρυπώ•

    проткнуть руку ножом τρυπώ το χέρι πέρα-πέρα με το μαχαίρι.

    Большой русско-греческий словарь > проткнуть

  • 53 совладать

    ρ.σ. (με οργν.) αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    совладать с трудностями τα βγάζω πέρα με τις δυσκολίες.

    εκφρ.
    совладать с собой – κυριαρχώ στον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > совладать

  • 54 совсем

    επιρ.
    εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•

    темно εντελώς σκοτάδι•

    совсем забыл ξέχασα τελείως•

    совсем новый κατακαίνουργος•

    не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•

    совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•

    я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•

    я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•

    он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > совсем

  • 55 сплошь

    επίρ. εντελώς, τελείως, ολοκληρωτικά, παντελώς, ολότελα, πέρα για πέρα•

    сплошь и рядом; сплошь да рядом συχνότατα, σχεδόν πάντοτε, κάθε λίγο και λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > сплошь

  • 56 справить

    ρ.σ.μ.
    1. γιορτάζω•

    справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•

    справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•

    справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.

    2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,
    3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.
    4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.
    5. διορθώνω, επισκευάζω.
    1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•

    тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.

    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.
    3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.
    εκφρ.
    не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > справить

  • 57 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 58 закритический

    υπερκρίσιμος, πέρα από το κρίσιμο σημείο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закритический

  • 59 вдаль

    вдаль
    нареч μακρυά, μακράν, πέρα:
    смотреть \вдаль βλέπω μακρυά.

    Русско-новогреческий словарь > вдаль

  • 60 выдержать

    выдержать
    сов, выдерживать несов
    1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·
    2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:
    3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές.

    Русско-новогреческий словарь > выдержать

См. также в других словарях:

  • πέρα — πέρᾱ , πέρα beyond indeclform (adverb) πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc/acc dual πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πέρᾱ , περάω 1 drive right through pres imperat act 2nd sg πέρᾱ , περάω 1 drive right through imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρα — Πέρᾱ , Πέρευς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • πέρα — επίρρ. τοπ. 1. μακριά απ εδώ, αντίκρυ. 2. φρ., «εκεί πέρα»· «πέρα δώθε»· «πέρα για πέρα», εντελώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέρᾳ — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρα κόστα — η ναυτ. η ακτή που βρίσκεται πέρα από τον φυσικό ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κόστα «ακτή, παραλία» (< ιταλ. costa)] …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Βάχλια — Ορεινός οικισμός (... κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται στην κοινότητα Βάχλιας …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Μέλανα — Κοινότητα (κάτ., υψόμ. 260 μ.). Βρίσκεται στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Νεβρόπολη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Τριοβάσαλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μήλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»