Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+το+πέρα(σ)μα

  • 81 за

    [ζα] πρόθεμα πίσω, πέρα, από

    Русско-греческий новый словарь > за

  • 82 прочь

    [πρότς’] εκίρ. στην άκρη, πέρα, εκιφ. έξω!

    Русско-греческий новый словарь > прочь

  • 83 за

    [ζα] πρόθεμα πίσω, πέρα, από

    Русско-эллинский словарь > за

  • 84 прочь

    [πρότς’] επίρ στην άκρη, πέρα, εκιφ. έξω!

    Русско-эллинский словарь > прочь

  • 85 болезненный

    επ., βρ: -знен, -зненна, -нно
    1. ασθενικός, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος• νοσηρός•

    болезненный ребенок αρρωστιάρικο παιδάκι•

    -ое состояние νοσηρή κατάσταση.

    2. μτφ. παρακαμωμένος, ο πέρα από τα όρια•

    -ое любопытство αρρωστιάρικη περιέργεια.

    3. οδυνηρός•

    укусы осы -ы τα κεντρίσματα της σφήκας είναι οδυνηρά.

    || μτφ. θλιβερός•

    -ые воспоминания θλιβερές αναμνήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > болезненный

  • 86 борт

    -а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.
    1. η πλευρά•

    правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.

    2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•

    бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.

    3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.
    εκφρ.
    борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•
    за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•
    за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•
    выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•
    на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•
    на -у самолета – στο αεροπλάνο•
    брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο.

    Большой русско-греческий словарь > борт

  • 87 бухнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. бухнул, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. βροντώ, κροτώ, ηχώ•

    за лесом -ли орудия πέρα από το δάσος βρόντησαν τα κανόνια.

    2. κρούω, χτυπώ, βαρώ•

    бухнуть в колокол χτυπώ την καμπάνα.

    || ρίχνω με κρότο.
    3. βλ. бухнуться.
    4. βλ. брякнуть
    5. φουσκώνω (από υγρασία)•

    доска -ет от сырости η σανίδα φουσκώνει από την υγρασία.

    πέφτω, καταρρέω.

    Большой русско-греческий словарь > бухнуть

  • 88 бы

    κ. б.
    1. βλ. б στην αρχή του γράμματος.
    2. (μόριο δυνητικό) θα•

    он бы пришел ή пришел, если бы был здоров αυτός θα ερχόταν, αν θα ήταν γερός (υγιής).

    (σημαίνει επιθυμία)• θα•

    я бы погулял еще немного θα έκανα ακόμα λίγο περίπατο.

    (μόριο υποθετικό) θα•

    ты бы соснул немножко θα κοιμόσουν ακόμα λίγο.

    3. (με απαρέμφατο μαζί σημαίνει επιθυμία) να•

    спеть бы θέλω να τραγουδίσω•

    не вам бы говорить εσείς (θα κάνετε καλά) να μη μιλάτε.

    || (με το αρνητ. μόριο не σαν υποθετ. έγκλιση)• δεν θα•

    мне бы не справиться, если бы ты не помог δεν θα τάβγαζα πέρα, αν δεν θα με βοηθούσες.

    Большой русско-греческий словарь > бы

  • 89 вавилоны

    -ов πλθ.
    κυματοειδή, διακοσμητικά σχέδια.
    εκφρ.
    выводить ή писать – (για μεθυσμένο) τρικλίζω, πηγαίνω πέρα-δώθε.

    Большой русско-греческий словарь > вавилоны

  • 90 впредь

    επίρ.
    στο εξής, απ’ εδώ και μπρος (ή πέρα), στο μέλλον άλλη φορά•

    впредь будь осторожен στο εξής να είσαι προσεχτικός•

    впредь до ως που, ως (έως) ότου.

    Большой русско-греческий словарь > впредь

  • 91 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 92 выстоять

    -ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.
    1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•

    я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.

    2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.
    1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•

    вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.

    2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > выстоять

  • 93 гайка

    θ.
    περικόχλιο, παξιμάδι.
    εκφρ.
    гайка слаба: – ανικανότητα, αδυναμία εκτέλεσης, δεν τα καταφέρεις, δεν τα βγάζεις πέρα•’ подкрутить -у ή -и (απλ.) σφίγγω τα λουριά, εξαναγκάζω, ζουρίζω, περιορίζω όλο και πιο πόλά σφίγγω τη βίδα.

    Большой русско-греческий словарь > гайка

  • 94 где

    επίρ.
    1. ερωτ. που;•

    где вы работаете? που δουλεύετε;

    2. τοπ. πού•

    вот где να που.

    3. αναφ. όπου•

    везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•

    где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•

    больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•

    где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.

    εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•
    где бы – αντί να•
    где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε.

    Большой русско-греческий словарь > где

  • 95 граница

    θ.
    1. όριο, σύνορο• μεθόριος•

    -ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ•

    государственная граница κρατικά σύνορα•

    морская граница χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα).

    2. (επιτρεπόμενο) όριο•ακρινό σημείο, όριο•

    всему есть граница σε όλα υπάρχει όριο" не знать -иц δε λογαριάζω περιορισμούς•

    сверх всяких -иц πέρα από κάθε όριο•

    ставить -ы βάζω όρια (περιορίζω)’ выйти из -иц приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    это переходит все -ы αυτό ξεπερνάει όλα τα όρια•

    ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό•

    он жил за -ей αυτός ζούσε στο εξωτερικό•

    она приехала из-за -ы αυτή ήρθε από το εξωτερικό.

    Большой русско-греческий словарь > граница

  • 96 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 97 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 98 зайти

    зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел
    -шла, -шло
    - προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,
    επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,
    1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•

    коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.

    || περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•

    по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•

    зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.

    || πηγαίνω να πάρω•

    зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.

    2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•

    солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.

    || (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•

    солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.

    || παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•

    беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•

    дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.

    (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.
    εκφρ.
    дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•
    вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού).

    Большой русско-греческий словарь > зайти

  • 99 закосить

    -кошу, -косишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закошенный, βρ: -шен, -а, -о.
    1. κοσίζω, θερίζω πέρα από το σύνορο (ξένο).
    2. αρχίζω να κοσιζω.

    Большой русско-греческий словарь > закосить

  • 100 залететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ μέσα•

    бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέταξα μέσα στο δωμάτιο.

    2. πετώ μακριά ή ψηλά•

    аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα από τον πολινιό κύκλο•

    залететь большую высоту πετώ πολύ ψηλά.

    3. προσγειώνομαι για•

    залететь за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό σε καύσιμη ύλη.

    || μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > залететь

См. также в других словарях:

  • πέρα — πέρᾱ , πέρα beyond indeclform (adverb) πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc/acc dual πέρᾱ , πέρα beyond fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πέρᾱ , περάω 1 drive right through pres imperat act 2nd sg πέρᾱ , περάω 1 drive right through imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρα — Πέρᾱ , Πέρευς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρα — ΝΑ επίρρ. 1. τοπ. επέκεινα κάποιου τοπικού ορίου, πιο μακριά από κάτι (α. «μένω πέρα από το ποτάμι» β. «Ἀτλαντικών πέρα φεύγειν ὅρών», Ευρ.) 2. χρον. α) επέκεινα κάποιου χρονικού ορίου, για περισσότερο καιρό («οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν», Ξεν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • πέρα — επίρρ. τοπ. 1. μακριά απ εδώ, αντίκρυ. 2. φρ., «εκεί πέρα»· «πέρα δώθε»· «πέρα για πέρα», εντελώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέρᾳ — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρα κόστα — η ναυτ. η ακτή που βρίσκεται πέρα από τον φυσικό ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κόστα «ακτή, παραλία» (< ιταλ. costa)] …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Βάχλια — Ορεινός οικισμός (... κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται στην κοινότητα Βάχλιας …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Μέλανα — Κοινότητα (κάτ., υψόμ. 260 μ.). Βρίσκεται στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Νεβρόπολη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης …   Dictionary of Greek

  • Πέρα Τριοβάσαλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μήλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»