-
81 уволиться
παρατιέμαι, αποχωρώ από τη δουλειά -
82 устроить
устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι* * *1) ( организовать) οργανώνω, κάνωустро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά
2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω -
83 устроиться
1) εγκαθιστώμαιустро́итьсяся на рабо́ту — πιάνω δουλειά
как вы устро́ились? — πώς ταχτοποιηθήκατε
2) ( наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι -
84 аврал
авралм1. мор. ὁ συναγερμός τοῦ πληρώματος;2. перен ἡ κατεπείγουσα δουλειά, ἡ φούρια. -
85 агитмассовый
агитмассов||ыйприл μαζικός προπαγανδιστικός, τής μαζικής προπαγάνδας:\агитмассовыйая работа ἡ μαζική προπαγανδιστική δουλειά. -
86 белка
бел||каж1. (животное) ὁ σκίουρος, ἡ βερβερίτσα;2. (мех) τό γουναρικό πετί-γκρί; ◊ вертеться как \белкака в колесе́ εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά. -
87 белоручка
белоручкам, ж неодобр. ὁ μαμμό-θρεφτος. τό σοκολατόπαιδο, αὐτός πού ἀποφεύγει τή χειρωνακτική δουλειά. -
88 беспокойный
беспоко́й||ныйприл1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:\беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):\беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:\беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα. -
89 болтаться
болтатьсянесов1. (висеть) κρέμομαι;2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἀσκοπα:\болтаться без дела περιφέρομαι χωρίς δουλειά. -
90 бракодел
брак||оделм ὁ ἐργάτης πού βγάζει σκάρτη δουλειά, ὁ μαστρο-χαλαστής. -
91 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
92 браться
брать||ся1. ἀναλαμβάνω;2. (начинать) καταπιάνομαι, ἀρχίζω/ ἐπιχειρώ (предпринимать):\братьсяся за дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά; ◊ \братьсяся за ору́-жие παίρνω τά ὀπλα, ἀρπάζω τά ὀπλα; \братьсяся за ум λογικεύομαι, βάζω γνώση, βάζω μυαλό. -
93 бригадный
бригад||ныйприл1. воен. τής ταξιαρχίας:\бригадныйный генерал ὁ ταξίαρχος;2. (в производстве и т. ἡ.) τοῦ συνεργείου, τῆς ὀμάδας:\бригадныйный метод работы ἡ δουλειά κατά συνεργεία. -
94 брод
бродм ὁ πόρος, τό πέρασμα, τό δια-Ρατό; ◊ не зная \броду, не су́йся в воду посл. δουλειά πού δέν ξέρεις μήν τήν καταπιάνεσαι. -
95 бросать
бросатьнесов1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):\бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:\бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:\бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο. -
96 ваш
ваш(ваша, ваше, ваши)1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας. -
97 взваливать
взваливатьнесов, взвалить сов φορτώνω, ρίχνω πάνω, ἐπιρρίπτω:\взваливать всю работу на кого́-л. φορτώνω ὅλη τή δουλειά σέ κάποιον \взваливать всю вину на кого-л. ρίχνω (или φορτώνω) ὀλο τό φταίξιμο σέ κάποιον. -
98 вкладывать
вкладыватьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω·2. эк. (средства) ἐπενδύω, τοποθετώ κεφάλαια·3. перен βάζω:\вкладыватьвсю ду́шу в работу βάζω ὀλη μου τήν ψυχή στή δουλειά. -
99 внеслужебный
внеслужебныйприл ὁ ἐξωυπηρεσια-κός:\внеслужебныйое время οἱ ἐλεύθερες ὠρες, ὁΐ ὠρες μετά τή δουλειά. -
100 вовлекать
вовлекатьнесов προσελκύω, τραβῶ/ παρασύρω (в сделку, преступление и т. п.):\вовлекать в работу προσελκύω (или τραβῶ) στή δουλειά.
См. также в других словарях:
δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)