Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+η+δουλειά

  • 81 уволиться

    παρατιέμαι, αποχωρώ από τη δουλειά

    Русско-греческий словарь > уволиться

  • 82 устроить

    устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι
    * * *
    1) ( организовать) οργανώνω, κάνω

    устро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά

    2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω
    3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω

    Русско-греческий словарь > устроить

  • 83 устроиться

    устро́итьсяся на рабо́ту — πιάνω δουλειά

    как вы устро́ились? — πώς ταχτοποιηθήκατε

    2) ( наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι

    Русско-греческий словарь > устроиться

  • 84 аврал

    аврал
    м
    1. мор. ὁ συναγερμός τοῦ πληρώματος;
    2. перен ἡ κατεπείγουσα δουλειά, ἡ φούρια.

    Русско-новогреческий словарь > аврал

  • 85 агитмассовый

    агитмассов||ый
    прил μαζικός προπαγανδιστικός, τής μαζικής προπαγάνδας:
    \агитмассовыйая работа ἡ μαζική προπαγανδιστική δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > агитмассовый

  • 86 белка

    бел||ка
    ж
    1. (животное) ὁ σκίουρος, ἡ βερβερίτσα;
    2. (мех) τό γουναρικό πετί-γκρί; ◊ вертеться как \белкака в колесе́ εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > белка

  • 87 белоручка

    белоручка
    м, ж неодобр. ὁ μαμμό-θρεφτος. τό σοκολατόπαιδο, αὐτός πού ἀποφεύγει τή χειρωνακτική δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > белоручка

  • 88 беспокойный

    беспоко́й||ный
    прил
    1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:
    \беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;
    2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):
    \беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;
    3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:
    \беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα.

    Русско-новогреческий словарь > беспокойный

  • 89 болтаться

    болтаться
    несов
    1. (висеть) κρέμομαι;
    2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἀσκοπα:
    \болтаться без дела περιφέρομαι χωρίς δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > болтаться

  • 90 бракодел

    брак||одел
    м ὁ ἐργάτης πού βγάζει σκάρτη δουλειά, ὁ μαστρο-χαλαστής.

    Русско-новогреческий словарь > бракодел

  • 91 брать

    брать
    несов
    1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:
    \брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;
    2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:
    \брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;
    3. (в обладание, в пользование) παίρνω:
    \брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;
    4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:
    \брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;
    5. (взимать, взыскивать) παίρνω:
    \брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση.

    Русско-новогреческий словарь > брать

  • 92 браться

    брать||ся
    1. ἀναλαμβάνω;
    2. (начинать) καταπιάνομαι, ἀρχίζω/ ἐπιχειρώ (предпринимать):
    \братьсяся за дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά; ◊ \братьсяся за ору́-жие παίρνω τά ὀπλα, ἀρπάζω τά ὀπλα; \братьсяся за ум λογικεύομαι, βάζω γνώση, βάζω μυαλό.

    Русско-новогреческий словарь > браться

  • 93 бригадный

    бригад||ный
    прил
    1. воен. τής ταξιαρχίας:
    \бригадныйный генерал ὁ ταξίαρχος;
    2. (в производстве и т. ἡ.) τοῦ συνεργείου, τῆς ὀμάδας:
    \бригадныйный метод работы ἡ δουλειά κατά συνεργεία.

    Русско-новогреческий словарь > бригадный

  • 94 брод

    брод
    м ὁ πόρος, τό πέρασμα, τό δια-Ρατό; ◊ не зная \броду, не су́йся в воду посл. δουλειά πού δέν ξέρεις μήν τήν καταπιάνεσαι.

    Русско-новогреческий словарь > брод

  • 95 бросать

    бросать
    несов
    1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):
    \бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;
    2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;
    3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:
    \бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον
    4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:
    \бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο.

    Русско-новогреческий словарь > бросать

  • 96 ваш

    ваш
    (ваша, ваше, ваши)
    1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):
    эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;
    2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας.

    Русско-новогреческий словарь > ваш

  • 97 взваливать

    взваливать
    несов, взвалить сов φορτώνω, ρίχνω πάνω, ἐπιρρίπτω:
    \взваливать всю работу на кого́-л. φορτώνω ὅλη τή δουλειά σέ κάποιον \взваливать всю вину на кого-л. ρίχνω (или φορτώνω) ὀλο τό φταίξιμο σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > взваливать

  • 98 вкладывать

    вкладывать
    несов
    1. βάζω, τοποθετώ, θέτω·
    2. эк. (средства) ἐπενδύω, τοποθετώ κεφάλαια·
    3. перен βάζω:
    \вкладыватьвсю ду́шу в работу βάζω ὀλη μου τήν ψυχή στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > вкладывать

  • 99 внеслужебный

    внеслужебный
    прил ὁ ἐξωυπηρεσια-κός:
    \внеслужебныйое время οἱ ἐλεύθερες ὠρες, ὁΐ ὠρες μετά τή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > внеслужебный

  • 100 вовлекать

    вовлекать
    несов προσελκύω, τραβῶ/ παρασύρω (в сделку, преступление и т. п.):
    \вовлекать в работу προσελκύω (или τραβῶ) στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > вовлекать

См. также в других словарях:

  • δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»