Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+η+έκταση

  • 61 величина

    -ы, πλθ. -чины θ.
    1. μέγεθος•

    пароход средней -ы ατμόπλοιο μέσου μεγέθους.

    (μαθ.) έκταση, ποσότητα, ποσόν•

    постоянная величина σταθερή ποσότητα, σταθερό μέγεθος•

    2. μτφ. κορυφή•

    крупная величина в науке κορυφή της επιστήμης.

    Большой русско-греческий словарь > величина

  • 62 водный

    επ.
    υδάτινος, του νερού•

    водный раствор υδάτινο διάλυμα•

    -ое пространство υδάτινη έκταση•

    водный транспорт θαλάσσια ή ποτάμια μεταφορά•

    водный спорт τα ναυτικά αγωνίσματα•

    -путь θαλάσσια συγκοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > водный

  • 63 выхватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхваченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αρπάζω, αδράζω παίρνω.
    2. βγάζω, εξάγω•

    пистолет βγάζω (τραβώ) το πιστόλι.

    || πιάνω, περιλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    3. (νι οπτ.) κόβω πολλά ή μεγάλο κομμάτι.

    Большой русско-греческий словарь > выхватить

  • 64 гарь

    θ.
    1. κάψα, μυρουδιά από κάψιμο•

    пахнет гарью κάτι καίγεται.

    2. τσίκνα.
    3. κατάλοιπα καμένου κάρβουνου, αποκαΐδια.
    4. καψάλα, δασική καμένη έκταση.

    Большой русско-греческий словарь > гарь

  • 65 горизонт

    α.
    1. ορίζοντας•

    солнце скрылось за -ом ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τον ορίζοντα.

    2. μτφ. κύκλος γνώσεων, έκταση αντίληψης•

    человек с широким -ом άνθρωπος με πλατύ ορίζοντα.

    3. πλθ. -ы ορίζοντες, κύκλος ενεργειών, δυνατοτήτων•

    он открал новые -ы в науке αυτός άνοιξε νέους ορίζοντες στην επιστήμη.

    4. υδροστάθμη.
    εκφρ.
    появиться на -е – εμφανίζομαι στον ορίζοντα(κοινωνικό κλπ.), изчезнуть с -а εξαφανίζομαι από τον ορίζοντα (κοινωνικόν ή άλλον).

    Большой русско-греческий словарь > горизонт

  • 66 даль

    -и, προθτ. о дали, в дали θ.
    1. μαρινή έκταση, μακρινό μέρος, το βάθος της έκτασης.
    2. ορίζοντας•

    голубая даль γαλανός ορίζοντας.

    εκφρ.
    такая даль ή такую даль – τόσο μακριά, τόσο μακρινή απόσταση.

    Большой русско-греческий словарь > даль

  • 67 диапазон

    α.
    1. (μουσ.) η διαπασών.
    2. μτφ. όγκος, μέγεθος, έκταση•

    диапазон знаний πολυγνωσία, ευρυμάθεια, πολυμάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > диапазон

  • 68 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 69 зрение

    ουδ.
    όραση•

    слабое зрение αδύνατη όραση•

    лишиться -я στερούμαι της όρασης ή του φωτός, χάνω την όραση, το φως•

    обман -я οπτική απάτη (οφθαλμαπάτη).

    εκφρ.
    поле -я – πεδίο όρασης, οπτικό πεδίο νοητή έκταση ενός τομέα, επιστήμης κλπ. точка -я άποψη, γνώμη•
    изложить свою точку -я – εκθέτω την άποψη μου•
    под углом -я – με γωνία όρασης (όπως το βλέπω ή το εκτιμώ εγώ),

    Большой русско-греческий словарь > зрение

  • 70 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 71 левада

    θ. (διαλκ.) μεγάλο αγρόκτημα• κατοικήσιμη έκταση.
    (διαλκ.) παράκτιο δάσος. || λιβάδι περιφραγμένο.

    Большой русско-греческий словарь > левада

  • 72 лесостепь

    θ.
    δασοστέπα, έκταση μεταξύ στέπας και δάσους.

    Большой русско-греческий словарь > лесостепь

  • 73 локальность

    θ.
    τόπος, περιορισμένη έκταση.

    Большой русско-греческий словарь > локальность

  • 74 ляда

    θ. (διαλκ.)
    1. λάκκα.
    2. έκταση για λιβάδι ή καλλιέργεια.
    3. χαράδρα.

    Большой русско-греческий словарь > ляда

  • 75 масштаб

    α.
    κλίμακα (χάρτη, σχεδίου κ.τ.τ.).
    έκταση, μέγεθος, σημασία•

    во всегрческом -е σε πανελλήνια κλίμακα•

    в мировом -е σε παγκόσμια κλίμακα.

    Большой русско-греческий словарь > масштаб

  • 76 междуречье

    ουδ.
    μεσοποταμιά, έκταση μεταξύ δύο ποταμών.

    Большой русско-греческий словарь > междуречье

  • 77 море

    -я, πλθ. -я, -и ουδ.
    1. η θάλασσα•

    средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•

    балтийское море Βαλτική θάλασσα•

    каспийское море Κασπία θάλασσα•

    взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•

    бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•

    за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•

    из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.

    || πέλαγος•

    эгиско море Αιγαίο πέλαγος•

    ионическое море Ιόνιο πέλαγος.

    || λίμνη πολύ μεγάλη•

    аральское море η λίμνη Αρρίλη.

    2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•

    море слз π,οτάμια δάκρυα•

    море крови ποτάμια αίματος.

    || τεράστια έκταση•

    хлебов θάλασσα σιτηρών.

    3. επίρ. δια θαλάσσης•

    ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.

    εκφρ.
    житейское мореπαλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•
    в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•
    за -ем, (мореями)παλ. στα ξένα•
    на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•
    ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί.

    Большой русско-греческий словарь > море

  • 78 наотмашь

    επίρ.
    με ανάταση ή έκταση του χεριού•

    ударить наотмашь καταφέρω χτύπημα με φόρα του χεριού•

    бросать наотмашь πετώ εκτείνοντας το χέρι.

    || τεταμένα• ανοιχτά.

    Большой русско-греческий словарь > наотмашь

  • 79 необозримый

    επ., βρ: -рим, -а, -о
    απέραντος, άπειρος, ατέρμονας, αχανής, αθέατος•

    -ые дали τα αθέατα μάκρη•

    -ое пространство απέραντη έκταση•

    -ое войско απειράριθμο (αμέτρητο) στράτευμα•

    необозримый океан αχανής ωκεανός.

    Большой русско-греческий словарь > необозримый

  • 80 необъятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    απέραντος, άπειρος, αχανής•

    -ое пространство αχανής έκταση.

    || τεράστιος.

    Большой русско-греческий словарь > необъятный

См. также в других словарях:

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek

  • έκταση — η 1. άπλωμα, τέντωμα: Έκταση των ποδιών. 2. αύξηση των διαστάσεων σε μήκος ή πλάτος ή και στα δύο, επιμήκυνση, διεύρυνση. 3. οι διαστάσεις επιφάνειας, εμβαδό, περιοχή: Η έκταση του οικοπέδου. – Απέραντες εκτάσεις. 4. χρονική διάρκεια: Πήρε έκταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… …   Dictionary of Greek

  • Γουαδελούπη — Έκταση: 1.780 τ. χλμ. Πληθυσμός 435.739 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπας Τερ.Αρχιπέλαγος εννέα νησιών στην ανατολική Καραϊβική θάλασσα, που αποτελεί γαλλικό υπερπόντιο έδαφος. Η συνολική έκταση των νησιών είναι 1.780 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 435.739… …   Dictionary of Greek

  • δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»