-
21 ширь
-и θ.1. εύρος, πλάτος, φάρδος.2. έκταση μεγάλη εκτεταμένος χώρος, απλοτοπιά.εκφρ.во всю ширь – καθ όλον το πλάτος• καθόλην την έκταση. -
22 акватория
η υδάτινη έκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акватория
-
23 амплитуда
το εύρος, η ευρύτητα, η έκταση, το πλάτος (δόνησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > амплитуда
-
24 диск
ο δίσκος- винта (площадь омета-емая винтом) ав. η επιφάνεια του δίσκου (σχηματισμένη υπό της προβολής μιας στροφής της έλικας)игольчатый - (с - х.) ακτινωτός -, τροχός -компактный - (CD) ψηφιακός -, το σιντί (ξεν)компактный видео- (DVD) ο ψηφιακός βιντεοδίσκος, το ντι-βι-ντίкривошипный - του στροφάλου, η πλάκα του στροφάλουкулачковый - το δισκοειδές έκκεντρο, κνωδακο-φόρος -развёртывающий (тлв.) - σάρωσης- της εξερεύνησης σε έκταση 360°- με οπές/ανοίγμα-ταшкальный - η πλάκα των ενδείξεων, βαθμολογημένος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диск
-
25 массив
ο όγκος, η ογκώδης κατασκευή· бетонный - του σκυροδέματοςжилищный - η συνοικία, το πλήθος ομοιότυπων πολυκατοικιώνлесной - η δασώδης περιοχή, η δασική έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > массив
-
26 масштабность
η έκταση, το μέγεθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > масштабность
-
27 междуречье
η μεσοποτάμια, η έκταση μεταξύ δύο ποταμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > междуречье
-
28 покос
1. (косьба) ο θέρος, ο θερισμός 2. (место косьбы) το μέρος/η έκταση για θερισμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покос
-
29 простирание
η έκταση, η προέκταση, η επέκταση, το μέγεθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > простирание
-
30 пространство
ο χώρος, η έκταση, το διάστημαбесстоечное горн. - χωρίς υποστηρίγματαвыработанное - горн. κενός - εξορύξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пространство
-
31 протяжённость
το μήκος, το μάκρος, η έκταση, η επέκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протяжённость
-
32 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
33 размах
1. (масштаб, размер) η έκταση, η ευρύτητα, το εύρος 2. (величина колебания, качания) το εύρος (της ταλάντωσης η αιώρησης) 3. (расстояние между крайними точками) το εκπέτασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > размах
-
34 размер
1. (величина, выражаемая в метрах или единицах, кратных ему) η διά-στασ/ηгабаритный - μέγιστες - εις, εξωτερικές - ειςпредельный - οριακή/επιτρεπόμενη -2. (безразмерная или условная величина, признак классификации по величине) το μέγεθος 3. литер. (стиха) το μέτρο, το πόδι 4. муз. о χρόνος 5. (степень развития, масштаб явления) η έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > размер
-
35 раскатка
1. (разворачивание) η εκτύλιξη, το ξετύλιγμα 2. (прок.) η έκταση 3. (напр. теста) το άνοιγμα (π.χ. της ζύμης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскатка
-
36 распространённость
1. (наличие, встречаемость) η ύπαρξη 2. (изобилие) η αφθονία 3. (преобладание) η διάδοση, η επικράτηση 4. (масштаб) η έκταση, το μέγεθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространённость
-
37 растягивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растягивание
-
38 сенокос
1. (косьба травы на сено) το θέρισμα χόρτων (για σανό) 2. (сезон заготовки сена) η εποχή του θερισμού των χόρτων 3. (место косьбы) η έκταση (εμβαδόν) προς θερισμό χόρτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сенокос
-
39 сфера
1. (о земном шаре, небесном своде) η σφαίρα 2. мат. η σφαίρα 3. (предел действия, распространения чего-л., область чего-л.) о τομέας, η έκταση 4. (окружение, среда, обстановка) о κύκλοςτο περιβάλλον5. -ы (круг лиц, объединённых общностью положения, знаний и т.п.) οι κύκλοι (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сфера
-
40 амплитуда
амплитудаж физ. τό πλάτος, ἡ ἔκταση[-ις], ἡ εὐρύτητα [-ης], τό εὐρος.
См. также в других словарях:
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
έκταση — η 1. άπλωμα, τέντωμα: Έκταση των ποδιών. 2. αύξηση των διαστάσεων σε μήκος ή πλάτος ή και στα δύο, επιμήκυνση, διεύρυνση. 3. οι διαστάσεις επιφάνειας, εμβαδό, περιοχή: Η έκταση του οικοπέδου. – Απέραντες εκτάσεις. 4. χρονική διάρκεια: Πήρε έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
Γουαδελούπη — Έκταση: 1.780 τ. χλμ. Πληθυσμός 435.739 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπας Τερ.Αρχιπέλαγος εννέα νησιών στην ανατολική Καραϊβική θάλασσα, που αποτελεί γαλλικό υπερπόντιο έδαφος. Η συνολική έκταση των νησιών είναι 1.780 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 435.739… … Dictionary of Greek
δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek