-
41 кубатура
кубатураж ἡ κοβικότητα [-ης], ἡ κυβική ἐκταση [-ις]. -
42 масштаб
масштабм прям., перен ἡ κλίμακα, ἡ κλϊμαξ/ тк. перен ἡ ἔκταση [-ις], ἡ διάσταση [-ις]:в уменьшенном \масштабе σέ σμί-. κρυνση· в широком \масштабе σέ εὐρεία κλίμακα· ◊ \масштаб цен эк. τό ὕψος τῶν τιμῶν. -
43 необозримый
необозрим||ыйприл ἀπέραντος, ἀχανής, ἀπειρος:\необозримыйое пространство ἡ ἀπέραντη Εκταση. -
44 необъятный
необъя́тн||ыйприл ἄπει· ρος, ἀχανής, ἀπέραντος:\необъятныйое пространство τό ἀχανές διάστημα, ἡ ἀπέραντη ἐκταση. -
45 ограниченный
ограниченн||ый1. прич. от ограничить.2. прил (небольшой, умеренный) περιορισμένος:\ограниченныйые размеры ἡ περιορισμένη ἔκταση· \ограниченныйые круги́ περιορισμένοι κύκλοι·3. прил (о человеке, уме и т. п.) στενοκέφαλος:\ограниченныйый человек ἀνθρωπος μέ περιορισμένο μυαλό. -
46 огромный
огро́мн||ыйприл τεράστιος, πελώριος:\огромныйая площадь ἡ ἀπέραντη ἐκταση· \огромный талант τό τεράστιο ταλέντο· \огромныйое впечатление ἡ τεράστια ἐντύπωση· \огромныйое большинство ἡ τεράστια πλειοψηφία· \огромныйого роста πανύψηλος. -
47 площадь
площадьж1. (пространство) ἡ ἐπιφάνεια, ὁ χῶρος, ἡ ἔκταση / мат τό ἐμβαδόν:жилая \площадь ὁ κατοικήσιμος χώρος· посевная \площадь ἡ σπαρμένη ἐπιφάνεια, οἱ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις· \площадь кру́га τό ἐμβαδόν τ<Λ5 κύκλου·2. (место) ἡ πλατεία:базарная \площадь ἡ πλατεία τής ἀγοράς, ἡ ἀγο-ρά Кра́сная \площадь ἡ Κόκκινη πλατεία. -
48 пространство
пространствос ὁ χώρος, τό διάστημα/ ἡ ἔκταση [-ις] (протяжение):\пространство и время ὁ χώρος καί ὁ χρόνος· воздушное \пространство ὁ ἐναέριος χώρος· безвоздушное \пространство τό κε-νό[ν]· жизненное \пространство ὁ ζωτικός χώρος· мертвое \пространство воен. τό ἀπυρόβλητο[ν]· боязнь \пространствоа мед. ἡ ἀγοραφοβία. -
49 протяжение
протяжениес1. (о расстоянии):на \протяжениеении пяти километров σέ ἐκταση πέντε χιλιομέτρων на всем \протяжениеении διαρκώς, συνεχώς·2. (о времени):на \протяжениеении трех месяцев ἐπί τρεϊς μήνες. -
50 протяженность
протяже||енностьж ἡ ἔκταση [-ις], τό μήκος, τό μάκρος. -
51 ширь
ширьж (простор) τό πλατος, τό φάρδος:во всю \ширь σ' ὅλην τήν ἐκταση, σ' ὅλο τό πλάτος καί φάρδος. -
52 амлитуда
[αμπλιτούντα] ουσ. θ. (φυσ.) πλάτος, έκταση -
53 пространность
[πραστράνναστ*] ουσ. θ. η μεγάλη έκταση -
54 протяжённость
[πρατιζιόνναστ'] ουσ. θ. έκταση, μήκος, μάκρος -
55 размер
[ραζμιέρ] ουσ. α. μέγεθος, νούμερο, έκταση -
56 амлитуда
[αμπλιτούντα] ουσ θ (φυσ) πλάτος, έκταση -
57 пространность
[πραστράνναστ'] ουσ θ η μεγάλη έκταση -
58 протяжённость
[πρατιζιόνναστ'] ουσ θ έκταση, μήκος, μάκρος -
59 размер
[ραζμιέρ] ουσ α μέγεθος, νούμερο, έκταση -
60 бескрайний
-яя, -ее, κ. бескрайный, -ая, -оеαπέραντος, ατέλειωτος, ατέρμονας, χωρίς άκρη•бескрайний простор απέραντη έκταση.
См. также в других словарях:
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
έκταση — η 1. άπλωμα, τέντωμα: Έκταση των ποδιών. 2. αύξηση των διαστάσεων σε μήκος ή πλάτος ή και στα δύο, επιμήκυνση, διεύρυνση. 3. οι διαστάσεις επιφάνειας, εμβαδό, περιοχή: Η έκταση του οικοπέδου. – Απέραντες εκτάσεις. 4. χρονική διάρκεια: Πήρε έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
Γουαδελούπη — Έκταση: 1.780 τ. χλμ. Πληθυσμός 435.739 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπας Τερ.Αρχιπέλαγος εννέα νησιών στην ανατολική Καραϊβική θάλασσα, που αποτελεί γαλλικό υπερπόντιο έδαφος. Η συνολική έκταση των νησιών είναι 1.780 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 435.739… … Dictionary of Greek
δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek