-
1 όντος
-
2 ὄντος
-
3 ὄντος
сущегосущей сущемуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄντος
-
4 ἄρχων,-οντος
+ ὁ N 3 111-238-110-128-58=645 Gn 12,15; 14,7; 24,2; 25,16; 27,29prince Gn 12,15; chief, ruler Gn 24,2; overseer Gn 47,5; executor (of commands) 1 Sm 22,14; captain 2 Sm 23,8; governor Neh 3,17; guardian angel of nation Dn 10,13ἔσται εἰς ἄρχοντα πᾶσιν τοῖς κατοικοῦσιν Γαλααδ he shall be head over all the inhabitants of Gilead JgsB 10,18; χρίσεις αὐτὸν εἰς ἄρχοντα you shall anoint him to be ruler 1 Sm 9,16; ἐντελεῖται κύριος αὐτῷ εἰς ἄρχοντα the Lord will appoint him to be a ruler 1 Sm 13,14; ἔδωκεν αὐτὸν Σαλωμων εἰς ἄρχοντά σκυτάλης Solomon made him head or chief of staff 1 Kgs 12,24b; ἄρχων τῶν ᾠδῶν master of the bands (songs) 1 Chr 15,22*Gn 14,7 τοὺς ἄρχοντας the princes (of)-רישׂ for MT דהשׂ field, see also Neh 12,44; *Lv 18,21 ἄρχοντιfor MT עריםשׁ gates;*1 Sm 22,14 ἄρχων leader-רשׂ for MT סר he has turned aside; *2 Chr 35,25 οἱ ἄρχοντες the princes, the leaders -ריםשׂה for MT ריםשׁה the singers of songs; *Jer 51(44),9 τῶν ἀρχόντων ὑμῶν of your leaders- איכםשׂנ for MT יכםשׁנ of your wives; *Hos 10,14 ἄρχων prince-רשׂ for MT דשׁ he ravaged; *Hos 12,12 ἄρχοντες the chiefs-ריםשׁ for MT וריםשׁ bullsCf. BICKERMAN 1959=1976 194(n.70); DOGNIEZ 1992 225; HARLÉ 1988, 162-163; KOENIG 1982, 161-172; LUST 1991b, 193-208; RAURELL 1986, 85-89; →NIDNTT; TWNT -
5 γέρων,-οντος
+ ὁ N 3 0-0-0-3-17=20 Jb 32,9; Prv 17,6; 31,23; 2 Mc 6,1; 4 Mc 5,31 -
6 δράκων,-οντος
+ ὁ N 3 4-0-10-14-13=41 Ex 7,9.10.12; Dt 32,33; Is 27,1dragon, serpentCf. DAFNI 2000, 100-101; EYNIKEL-HAUSPIE 2002, forthcoming; LE BOULLUEC 1989, 36; →TWNT -
7 θεράπων,-οντος
+ὁ N 3 38-4-0-11-11=64 Gn 24,44; 50,17; Ex 4,10; 5,21; 7,9servant Gn 24,44; member of the staff Ex 5,21; religious servant Ex 33,11; servant, healer Prv 18,14 Cf. AMUSIN 1986, 143-144; BARR 1961, 254; DANIEL, S. 1966, 103-104; HARL 1986a, 202; KRAFT1972b, 176-177; LE BOULLUEC 1989 110.332; →MM -
8 λέων,-οντος
+ ὁ N 3 6-34-47-52-22=161 Gn 49,9(bis); Nm 23,24; 24,9; Dt 33,20lion Jgs 14,18; a lion-hearted person Est 4,17sσῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος rescue me from a lion’s jaws, rescue me from danger (metaph.) Ps 21(22),22 -
9 μυρμηκολέων,-οντος
-
10 ὀδούς,-όντος
+ ὁ N 3 12-3-9-25-9=58 Gn 49,12; Ex 21,24(bis).27(ter)tooth Gn 49,12ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος a tooth for a tooth Ex 21,24; γομφιασμὸν ὀδόντων grinding of teeth? Am 4,6, cpr. Ez 18,2*Ct 7,10 χείλεσίν μου καὶ ὀδοῦσιν to my lips and teeth-ניםשׁו פתישׁ (ןשׁ) for MT ניםשׁי פתישׂ (ןשׁי)lips of sleepersCf. CAIRD 1968b=1972 122(Am 4,6); 1969=1972 138(1 Sm 13,21); KATZ 1939, col. 8(1 Sm 14,5) -
11 σπάδων,-οντος
ὁ N 3 1-0-1-0-0=2 Gn 37,36; Is 39,7eunuch; neol.?Cf. GUYOT 1980, 42; HARL 1986a, 263; WEVERS 1993 630 -
12 τένων,-οντος
ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 9,28 -
13 τριόδους,-οντος
A 0-1-0-0-0=1 1 Sm 2,13with three teeth, three-pronged -
14 χαμαιλέων,-οντος
ὁ N 3 1-0-1-0-0=2 Lv 11,30; Zph 2,14 -
15 ανιόν
(-όντος) τό физ. анион -
16 άρχών
-
17 αυλοθεράπων
(-οντος) ο лакей, слуга при дворе -
18 αχαμνόων
(-οντος) ο кляча -
19 γέρων
(-οντος) ο1) старик, старец; 2) старейшина -
20 δεσπόζων
См. также в других словарях:
ὄντος — εἰμί sum pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδὲν γίγνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. — См. Из ничего один только Бог свет создал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παντομέδων — οντος, ὁ, ΜΑ ο εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μέδων, οντος «άρχων, κύριος»] … Dictionary of Greek
προόδους — οντος, ο, η, ΝΑ αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδούς, όντος (πρβλ. μον όδους)] … Dictionary of Greek
πρωτάρχων — οντος, ὁ, Α ο πρώτος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] … Dictionary of Greek
φιλάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τους άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρχων, οντος] … Dictionary of Greek
χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… … Dictionary of Greek
χλωρόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. γένος μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorodus (< χλωρ[ο] * + οδούς, όντος)] … Dictionary of Greek
χρυσεόδους — οντος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χρυσά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. ὀξυ όδους)] … Dictionary of Greek