-
41 ἀντι-σφήν
ἀντι-σφήν, ῆνος, ὁ, Gegenkeil, Mathem. vett.
-
42 ἀν-έλλην
-
43 ἐπι-πρητήν
ἐπι-πρητήν, ῆνος, ὁ, ἡ, mehr als jährig, Hesych.
-
44 ἐσσήν
-
45 ἐΰῤ-ῥην
ἐΰῤ-ῥην, ηνος, = Folgdm, Φεραῖς ἐϋῤῥήνεσσιν Ap. Rh. 1, 49.
-
46 ἑρπήν
-
47 ἱππο-λειχήν
ἱππο-λειχήν, ῆνος, ὁ, eine Art Flechte, Roßmoos, Schol. Nic. Th. 945.
-
48 Αζαν
-
49 ανελλην
-
50 απτην
- ῆνος adj.1) неоперившийся(νεοσσοί Hom.)
2) бескрылый(ἐφημέριοι Arph.; ζῷα Plat.)
3) бесперый(ὄρνις Plut.)
-
51 ατταγην
-
52 δοθιην
-
53 ημιελλην
-
54 καμασην
-
55 Κεβρην
- ῆνος ὅ Кебрен ( город и река в Троаде) Xen., Dem. etc. -
56 Κεφαλλην
-
57 κηφην
- ῆνος ὅ1) зоол. трутень Xen., Arst. etc.2) перен. трутень, тунеядец, дармоед Hes., Arph., Plat., Plut. -
58 κωλην
-
59 λειχην
-
60 μιξελλην
См. также в других словарях:
πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] … Dictionary of Greek
πρωτοσφήν — ῆνος, ό, Α η πρώτη σφήνα, δηλαδή το αρχικό αιχμηρό κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που ωθείται με χτύπημα ανάμεσα σε δύο σώματα ή στα μέρη ενός σώματος και τά διαχωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφήν, ηνός «σφήνα»] … Dictionary of Greek
φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] … Dictionary of Greek
φυκήν — ῆνος, ὁ, Α φύκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φύκης με επίθημα ην, ῆνος (πρβλ. λειχ ήν)] … Dictionary of Greek
Τιτήν — ῆνος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. Τιτάν … Dictionary of Greek
Ωγήν — ῆνος, ὁ, Α βλ. ωκεανός … Dictionary of Greek
πειρήν — ῆνος, ὁ, Α είδος ψαριού … Dictionary of Greek
πετήν — ῆνος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ο πετεινός … Dictionary of Greek
πολύρρην — ηνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αμάρτυρος τ. *ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)] … Dictionary of Greek
πρητήν — ῆνος, ὁ, Α ενιαύσιος αμνός, χρονιάτικο αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρατήνιον*] … Dictionary of Greek
σειρήν — ῆνος, ἡ, Α βλ. σειρήνα … Dictionary of Greek