-
101 συμμορφος
2похожий с виду или лицом(τινος и τινι NT.)
γρᾶες καὴ θεραπαινίδων ὅ σ. ὄχλος Luc. — старухи и толпа похожих на них служанок -
102 συρφετωδης
-
103 υπασπιστηρ
-
104 υπερφυης
21) растущий на земле, наземный2) переросший3) чрезвычайный, необыкновенный(ἔργον Her.)
4) огромный, гигантский, чудовищный(ὄχλος Arph.)
5) удивительный, поразительный, странный(πρᾶγμα Luc.)
πῶς οὐχ ὑπερφυές ; Dem. — разве не странно?;ὑπερφυῆ λέγεις Plat. — странные вещи говоришь ты -
105 χύδην
επίρρ.:χύδην όχλος — или χύδην λαός — презр, чернь, толала, сброд
-
106 δῆμος
народ, народная масса; син. ἔθνος, λαός, ὄχλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δῆμος
-
107 ἔθνος
народность, нация, род; мн.ч. язычники, племена; син. δῆμος, λαός, ὄχλος; LXX: (גּוֹי), (עַם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔθνος
-
108 λαός
народ, люд, население; син. δῆμος, ἔθνος, ὄχλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαός
-
109 τώχλω
-
110 τὤχλῳ
-
111 όχλοι
-
112 ὄχλοι
-
113 όχλοιο
-
114 ὄχλοιο
-
115 όχλοις
-
116 ὄχλοις
-
117 όχλοισι
-
118 ὄχλοισι
-
119 όχλοισιν
-
120 ὄχλοισιν
См. также в других словарях:
ὄχλος — crowd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
όχλος — ο 1. το ασύνταχτο πλήθος, συρφετός. 2. ο λαός ως κοινωνική τάξη: Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένοι όχλοι, καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ τη βουκέντρα (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοιο — ὄχλος crowd masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοις — ὄχλος crowd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοισι — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοισιν — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλον — ὄχλος crowd masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)