-
1 ayaktakımı
όχλος, λαουτζίκος -
2 güruh
όχλος, πλέμπα -
3 Crowd
subs.The crowd, contemptuously: P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ. πολλοί.Press, mass: P. and V. στῖφος, τό.Of things: P. and V. πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.——————v. trans.Throng: P. and V. πληροῦν.Be crowded with: P. and V. γέμειν (gen.), V. πλήθειν (gen.), πληθύειν (gen.) (Plat. also hut rare P.).Crowded together: Ar. συμβεβυσμένος.Crowd round: P. περιρρεῖν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crowd
-
4 Cavalry
subs.Suitable for cavalry ( of ground), adj.: P. ἱππάσιμος (Xen.).Unsuited for cavalry ( of ground), adj.: P. ἄφιππος (Xen.).Cavalry battle: P. ἱππομαχία, ἡ.Fight cavalry battle, v.: P. ἱππομαχεῖν.Commander of cavalry, subs.: Ar. and P. ἵππαρχος, ὁ.Command cavalry, v.; P. ἱππαρχεῖν.Be superior in cavalry, v.: P. ἱπποκρατεῖν.Serve in the cavalry, v.: P. ἱππεύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cavalry
-
5 Herd
subs.Herds of oxen: V. βουφόρβια, τά.Grazing herds: V. ἀγέλαι βουνόμοι, αἱ.met., gang: P. and V. ὄχλος, ὁ, σύστασις, ἡ.The common herd: P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ πολλοι.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Herd
-
6 Horse
subs.P. and V. ἵππος, ὁ, V. πῶλος, ὁ.Young horse: P. and V. πῶλος, ὁ.Race-horse: Ar. and P. κέλης, ὁ.Cavalry: P. and V. ἵππος, ἡ, τὸ ἱππικόν, P. ἱππεία (Xen.), V. ἱππικὸς ὄχλος, ὁ, ἱππότης ὄχλος, ὁ; see Cavalry.Master of the horse: Ar. and P. ἵππαρχος, ὁ.Of a horse, adj.: P. and V. ἱππικός, Ar. and V. ἵππιος, V. πωλικός. Four-horsed, adv.: V. τετράορος, τέτρωρος, τετράζυγος, Ar. and V. τέθριππος.Having fine horses, adj.: V. εὔιππος.Having white horses: V. λεύκιππος, λευκόπωλος.Loving horses: adj.: V. φίλιππος.Pasture for horses, subs.: V. ἱπποφόρβιον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horse
-
7 Multitude
subs.Great number: P. and V. πλῆθος, τό.The multitude (contemptuously): P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ πολλοί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Multitude
-
8 Number
subs.Crowd, multitude: P. and V. πλῆθος, τό, ὅμιλος, ὁ, ὄχλος, ὁ, V. ἀνδροπλήθεια, ἡ.Of things: P. and V. πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.Things have been done by them so great in importance and so many in number: P. τοιαῦτα αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος εἴργασται (Lys. 120).To the number of: P. and V. εἰς (acc.).He was travelling with small numbers: V. ἐχώρει βαιός (Soph., O.R. 750).Equal in number, adj.: P. ἰσοπληθής, ἰσάριθμος.——————v. trans.Calculate: P. and V. λογίζεσθαι.So numbered among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), V. ἀριθμεῖσθαι (gen. or ἐν, dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Number
-
9 полчище
полчищес1. (войско) τά στίφη, οἱ ὁρδές·2. перец. ὁ ὅχλος. τό στίφος. -
10 сброд
сбродм презр. ὁ συρφετός, ὁ ὅχλος, τά μαζέματα -
11 толпа
толп||аж τό πλήθος, ὁ ὅχλος:\толпа народа πλήθος κόσμου· \толпа ребятишек τό πλήθος ἀπό παιδιά· в \толпае́ στό πλήθος. -
12 чернь
черньж I. (на металле) τό νιέλλο·2. уст., презр. ὁ ὅχλος, ὁ συρφετός. -
13 mob
-
14 rabble
['ræbl](a noisy, disorderly crowd.) όχλος, συρφετός -
15 валить
валить 1валю, валишь ρ.δ.μ.1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•
валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.
|| μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.
2. ρίχνω άτακτα•валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.
3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.
εκφρ.валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•дом -ится το σπίτι κατάρρεει.
|| (για ζώα) ψοφώ•от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.
εκφρ.- ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).валить 2-ит, ρ.δ.1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•толпа -ит ο όχλος κινείται•
снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).
2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•-и, беги! κουνήσου, τρέχε!
βλ. ρ. ενεργ. φ. -
16 гурьба
-ы θ.πλήθος ανθρώπων όχλος. -
17 многоязычный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;1. πολύγλωσσος•-ая толпа όχλος που μιλά σε πολλές γλώσσες.
2. συνταγμένος σε πολλές γλώσσες•многоязычный словарь πολύγλωσσο λεξικό.
-
18 орава
-ы θ.(απλ.) όχλος, συρφετός, μπουλούκι. || πλήθος, πληθώρα. -
19 орда
-ы, πλθ. орды θ.1. παλ. ορδή, τοπικά κρατίδια• έδρα διοίκησης•золотйя орда χρυσή ορδή.
|| νομαδική φυλή.2. ορδή, στίφος•татарская орда τατάρικη ορδή•
фашистские -ы οι φασιστικές ορδές.
3. συρφετός, όχλος. -
20 оттеснить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеснённый, βρ: -нён, нена, -нено απωθώ, εξωθώ, ξεσκουντώ, αμπώχνω•толпа его -ла с трибуны ο όχλος τον πέταξε κάτω από το βήμα•
-неприятеля απωθώ τον εχθρό.
|| μτφ. απομακρύνω, διώχνω, αποπέμπω.
См. также в других словарях:
ὄχλος — crowd masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
όχλος — ο 1. το ασύνταχτο πλήθος, συρφετός. 2. ο λαός ως κοινωνική τάξη: Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένοι όχλοι, καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ τη βουκέντρα (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοιο — ὄχλος crowd masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοις — ὄχλος crowd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοισι — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλοισιν — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλον — ὄχλος crowd masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)