Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ὄχλος)

  • 1 ayaktakımı

    όχλος, λαουτζίκος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ayaktakımı

  • 2 güruh

    όχλος, πλέμπα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > güruh

  • 3 Crowd

    subs.
    P. and V. ὄχλος, ὁ, σνοδος, ἡ, σύλλογος, ὁ, ὅμιλος, ὁ, V. ὁμήγυρις, ἡ, ὁμιλία, ἡ; see Troop, Band.
    The crowd, contemptuously: P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ. πολλοί.
    Press, mass: P. and V. στῖφος, τό.
    Of things: P. and V. πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Throng: P. and V. πληροῦν.
    Be crowded ( of a place): P. and V. πληροῦσθαι.
    Be crowded with: P. and V. γέμειν (gen.), V. πλήθειν (gen.), πληθύειν (gen.) (Plat. also hut rare P.).
    V. intrans. Crowd together: P. and V. συνέρχεσθαι, ἀθροίζεσθαι, συναθροίζεσθαι.
    Crowded together: Ar. συμβεβυσμένος.
    Crowd round: P. περιρρεῖν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crowd

  • 4 Cavalry

    subs.
    P. and V. ἵππος, ἡ, τὸ ἱππικόν, P. ἱππεία, ἡ (Xen.), V. ἱππικὸς ὄχλος, ὁ, ἱππότης ὄχλος, ὁ.
    Suitable for cavalry ( of ground), adj.: P. ἱππάσιμος (Xen.).
    Unsuited for cavalry ( of ground), adj.: P. ἄφιππος (Xen.).
    Cavalry battle: P. ἱππομαχία, ἡ.
    Fight cavalry battle, v.: P. ἱππομαχεῖν.
    Commander of cavalry, subs.: Ar. and P. ἵππαρχος, ὁ.
    Command cavalry, v.; P. ἱππαρχεῖν.
    Be superior in cavalry, v.: P. ἱπποκρατεῖν.
    Serve in the cavalry, v.: P. ἱππεύειν.
    Cavalry transports, subs.: P. νῆες ἱππαγωγοί, αἱ, or Ar. and P. ἱππαγωγοί, αἱ (alone).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cavalry

  • 5 Herd

    subs.
    P. and V. γέλη, ἡ (Plat. but rare P.), βοσκήματα, τά.
    Herds of oxen: V. βουφόρβια, τά.
    Grazing herds: V. γέλαι βουνόμοι, αἱ.
    Roaming in herds, adj.: P. and V. γελαῖος.
    met., gang: P. and V. ὄχλος, ὁ, σύστασις, ἡ.
    The common herd: P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ πολλοι.
    ——————
    v. trans.
    Tend cattle: P. νομεύειν, P. and V. ποιμαίνειν (Plat.), νέμειν (Plat.), V. φέρβειν, προσνέμειν (Eur., Cycl. 36); see Tend.
    Herd together, v. intrans. met., P. and V. συνίστασθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Herd

  • 6 Horse

    subs.
    P. and V. ἵππος, ὁ, V. πῶλος, ὁ.
    Young horse: P. and V. πῶλος, ὁ.
    Race-horse: Ar. and P. κέλης, ὁ.
    Cavalry: P. and V. ἵππος, ἡ, τὸ ἱππικόν, P. ἱππεία (Xen.), V. ἱππικὸς ὄχλος, ὁ, ἱππότης ὄχλος, ὁ; see Cavalry.
    Master of the horse: Ar. and P. ἵππαρχος, ὁ.
    Of a horse, adj.: P. and V. ἱππικός, Ar. and V. ἵππιος, V. πωλικός. Four-horsed, adv.: V. τετρορος, τέτρωρος, τετράζυγος, Ar. and V. τέθριππος.
    Having fine horses, adj.: V. εὔιππος.
    Having white horses: V. λεύκιππος, λευκόπωλος.
    Loving horses: adj.: V. φλιππος.
    Pasture for horses, subs.: V. ἱπποφόρβιον, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horse

  • 7 Multitude

    subs.
    Great number: P. and V. πλῆθος, τό.
    Crowd: P. and V. ὄχλος, ὁ, σύνοδος, ἡ, σύλλογος, ὁ, ὅμιλος, ὁ, V. ὁμήγυρις, ἡ, ὁμιλία, ἡ.
    The multitude (contemptuously): P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ πολλοί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Multitude

  • 8 Number

    subs.
    P. and V. ριθμος, ὁ, ρίθμημα, τό.
    Crowd, multitude: P. and V. πλῆθος, τό, ὅμιλος, ὁ, ὄχλος, ὁ, V. ἀνδροπλήθεια, ἡ.
    Of things: P. and V. πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.
    Things have been done by them so great in importance and so many in number: P. τοιαῦτα αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος εἴργασται (Lys. 120).
    In numbers, ( to surpass) in numbers: P. and V. πλήθει.
    To the number of: P. and V. εἰς (acc.).
    He was travelling with small numbers: V. ἐχώρει βαιός (Soph., O.R. 750).
    Equal in number, adj.: P. ἰσοπληθής, ἰσάριθμος.
    Numbers, poetry: P. and V. νόμος, ὁ, or pl.; see Song.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ριθμεῖν, διαριθμεῖν (mid. in P.), P. ἐξαριθμεῖν, V. πεμπάζειν.
    Calculate: P. and V. λογίζεσθαι.
    Number among: P. and V. καταριθμεῖν (ἐν, dat. or μετ, gen.).
    So numbered among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), V. ριθμεῖσθαι (gen. or ἐν, dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Number

  • 9 полчище

    полчище
    с
    1. (войско) τά στίφη, οἱ ὁρδές·
    2. перец. ὁ ὅχλος. τό στίφος.

    Русско-новогреческий словарь > полчище

  • 10 сброд

    сброд
    м презр. ὁ συρφετός, ὁ ὅχλος, τά μαζέματα

    Русско-новогреческий словарь > сброд

  • 11 толпа

    толп||а
    ж τό πλήθος, ὁ ὅχλος:
    \толпа народа πλήθος κόσμου· \толпа ребятишек τό πλήθος ἀπό παιδιά· в \толпае́ στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > толпа

  • 12 чернь

    чернь
    ж I. (на металле) τό νιέλλο·
    2. уст., презр. ὁ ὅχλος, ὁ συρφετός.

    Русско-новогреческий словарь > чернь

  • 13 mob

    [mob] 1. noun
    (a noisy, violent or disorderly crowd of people: He was attacked by an angry mob.) όχλος
    2. verb
    ((of a crowd) to surround and push about in a disorderly way: The singer was mobbed by a huge crowd of his fans.) πολιορκώ,τσαλαπατώ

    English-Greek dictionary > mob

  • 14 rabble

    ['ræbl]
    (a noisy, disorderly crowd.) όχλος, συρφετός

    English-Greek dictionary > rabble

  • 15 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 16 гурьба

    θ.
    πλήθος ανθρώπων όχλος.

    Большой русско-греческий словарь > гурьба

  • 17 многоязычный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно;
    1. πολύγλωσσος•

    -ая толпа όχλος που μιλά σε πολλές γλώσσες.

    2. συνταγμένος σε πολλές γλώσσες•

    многоязычный словарь πολύγλωσσο λεξικό.

    Большой русско-греческий словарь > многоязычный

  • 18 орава

    θ.
    (απλ.) όχλος, συρφετός, μπουλούκι. || πλήθος, πληθώρα.

    Большой русско-греческий словарь > орава

  • 19 орда

    -ы, πλθ. орды θ.
    1. παλ. ορδή, τοπικά κρατίδια• έδρα διοίκησης•

    золотйя орда χρυσή ορδή.

    || νομαδική φυλή.
    2. ορδή, στίφος•

    татарская орда τατάρικη ορδή•

    фашистские -ы οι φασιστικές ορδές.

    3. συρφετός, όχλος.

    Большой русско-греческий словарь > орда

  • 20 оттеснить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеснённый, βρ: -нён, нена, -нено απωθώ, εξωθώ, ξεσκουντώ, αμπώχνω•

    толпа его -ла с трибуны ο όχλος τον πέταξε κάτω από το βήμα•

    -неприятеля απωθώ τον εχθρό.

    || μτφ. απομακρύνω, διώχνω, αποπέμπω.

    Большой русско-греческий словарь > оттеснить

См. также в других словарях:

  • ὄχλος — crowd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο 1. το ασύνταχτο πλήθος, συρφετός. 2. ο λαός ως κοινωνική τάξη: Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένοι όχλοι, καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ τη βουκέντρα (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοιο — ὄχλος crowd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοις — ὄχλος crowd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοισι — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοισιν — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλον — ὄχλος crowd masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»