-
1 ακαιρος
21) несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или сказанный, невпопад затеянный, неподобающий(προθυμία Thuc.; ἔπαινος Plat.: ῥαθυμία Dem.; γέλως Men.; στρατήγημα Plut.)
οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Aesch. — говорит он, повидимому, дело2) неумеренный, чрезмерный(φιλοδοξία, πλησμοναί Plut.)
γνώμη ἄ. ὄλβου Eur. — безграничная жажда богатств3) непрошенный, назойливый, бестактный(γυνή Plut.)
4) неподходящий, непригодныйφυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. — пригодный для несения охраны
-
2 βαρος
1) тяжесть, вес(στολῆς Xen.; β. καὴ κουφότης Arst.)
2) груз, кладь(τὰ βάρη καὴ τὰ ἐπιτήδεια Polyb.)
3) бремя, обуза(σιγῆς Soph.; συμφορᾶς Eur.)
4) ощущение тяжести(ἐν τοῖς σκέλεσι Plat.; κεφαλῆς πόνος καὴ β. Arst.)
5) тяжесть, обременительность(τῶν φόρων Polyb.)
6) множество, обилие(ὄλβου Eur.; πλούτου Plut.)
7) сила, мощь(στρατοπέδων, συντάξεως Polyb.)
8) вес, вескость, достоинство, серьезность(λόγοι β. καὴ δηγμὸν ἔχοντες Plut.)
-
3 επιρρεω
(fut. ἐπιρρυήσομαι, aor. ἐπερρύην, pf. ἐπερρύηκα)1) (вверх, по чему-л., куда-л. или вслед за чем-л.) течь, протекатьκαθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ΄ ἔλαιον Hom. — течет поверх подобно маслу
2) притекать(ὅ ἀπορρέον ἀεὴ καὴ ἐπιρρέον ὕδωρ Arst.; τροφέ ἀρκούντως ἐπιρρεῖ Plut.)
ὄλβου ἐπιρρυέντος Eur. — с притоком богатства;οὑπιρρέων (= ὅ ἐπιρρέων) χρόνος Aesch. — будущее время, грядущее3) втекать, впадатьοὐδὲν γίγνεται, ἐπιρρεόντων τῶν ποταμῶν, πλείων Arph. — (море) не увеличивается, хотя в него впадают реки
4) литься вниз(ἄνωθεν ἐπὴ τὰς ἀρούρας Plat.)
5) идти толпами, прибывать массами(ἐπιρρεῖ τὸ ὄχλος Plat. или τὸ πλῆθος Plut.)
ἐπιρρεόντων τῶν Ἑλλήνων Her. — в то время как греки все прибывали6) протекать, происходитьπολλέ αὔξη, ὅταν ἐπιρρέῃ πόνων χωρὴς πολλῶν … Plat. — сильный рост (тела), если он не сопровождается усиленной работой …
-
4 εσχατια
ион. ἐσχατιή ἥ тж. pl.1) край, конец, граница, окраина(νήσου Hom.; τῆς οἰκουμένης Her.; sc. τῇς πόλεως Arst.; sc. ἀγροῦ Theocr.): (ἐπ΄) ἐσχατιῇ и ἐπ΄ ἐσχατιῆς Hom. с краю, на краю; ἐσχατιῇ πολέμοιο Hom. в конце поля сражения; ἐπ΄ ἐσχατιῇ λιμένος Hom. в самом устье бухты; τόπον ἐσχατιαῖς (v. l. ἐσχατιᾶς) δέρκου Soph. окинь взором местность до горизонта; αἱ ἐσχατιαὴ τῆς Αἰτωλίδος Her. границы Этолиды
2) предел, верх совершенства(ἐ. ὄλβου Pind.)
πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν Pind. — достигнуть вершины добродетелей3) окончание, завершение, конецἀν΄ ἐσχατιάν Pind. — наконец
См. также в других словарях:
ὄλβου — ὄλβος happiness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… … Dictionary of Greek