-
1 ακαιρος
21) несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или сказанный, невпопад затеянный, неподобающий(προθυμία Thuc.; ἔπαινος Plat.: ῥαθυμία Dem.; γέλως Men.; στρατήγημα Plut.)
οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Aesch. — говорит он, повидимому, дело2) неумеренный, чрезмерный(φιλοδοξία, πλησμοναί Plut.)
γνώμη ἄ. ὄλβου Eur. — безграничная жажда богатств3) непрошенный, назойливый, бестактный(γυνή Plut.)
4) неподходящий, непригодныйφυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. — пригодный для несения охраны
-
2 άκαιρος
η, ο [ος, ον ] несвоевременный, неуместный, неподходящий;§ άκαιρο παιδί — недоношенный ребёнок
-
3 άκαιρος
[акэрос] εκ. несвоевременный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άκαιρος
-
4 άκαιρος
[акэрос] επ несвоевременный. -
5 ακαιριμος
См. также в других словарях:
ἄκαιρος — ill timed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek
άκαιρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έγινε στην κατάλληλη ώρα: Η επέμβασή σου στην υπόθεση αυτή ήταν άκαιρη. 2. ανάρμοστος: Τα λόγια που είπε το λιγότερο ήταν άκαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαιρότερον — ἄκαιρος ill timed adverbial comp ἄκαιρος ill timed masc acc comp sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατα — ἄκαιρος ill timed adverbial superl ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατον — ἄκαιρος ill timed masc acc superl sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαίρως — ἄκαιρος ill timed adverbial ἄκαιρος ill timed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαιρον — ἄκαιρος ill timed masc/fem acc sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότερα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότεροι — ἄκαιρος ill timed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)