Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ὁδοί

См. также в других словарях:

  • ὀδοί — οὐδός 1 threshold masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητήριοι οδοί — Οι οδοί που δημιουργούνται στον νωτιαίο μυελό από τα νευρικά κύτταρα, τα οποία δέχονται και μεταβιβάζουν σήματα από διάφορα αισθητήρια όργανα και δέκτες. Ερεθίσματα από σωματικούς δέκτες μπαίνουν στον νωτιαίο μυελό μέσω των ραχιαίων ριζών των… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …   Википедия

  • Ennea Hodoi — (auch Enneahodoi, griechisch feminin Ἐννέα ὁδοί = Neun Wege) ist ein antike griechische Siedlung und Gegend in Thrakien, wo 437 v. Chr. von den Athenern Amphipolis gegründet wurde.[1] Die Bewohner von Ennea Hodoi kontrollierten das Tal des… …   Deutsch Wikipedia

  • BARDI — I. BARDI apud Celtas et Britannos Poerae erant, qui fortia clarorum virorum facta versibus Heroicis celebrabant, dulcibusque lyrae melodiis ad exhilarandos in conviviis virorum animos, decantabant. Unde Lucanus, l. 1. v. 447. Vos quoque qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθοδοιπορώ — καθοδοιπορῶ, έω (Α) (επιτατ. τού οδοιπορώ) οδοιπορώ με κόπο ή επί πολύ χρόνο ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁδοι πορῶ (< ὁδοι πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»