-
1 οδοι-
-
2 ὁδοὶ
путиὁδοίΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁδοὶ
-
3 ὁδοί
путиὁδοὶΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁδοί
-
4 Εννεα οδοι
αἱ см. ἐννέα См. εννεα -
5 αθυμος
21) павший духом, пришедший в отчаяние, подавленный(ὡς ἄ. εἰσελήλυθας Soph.)
2) заставляющий пасть духом, наводящий уныние, страшный(ὁδοί Aesch.)
3) малодушный, робкий(ἀσκελέες καὴ ἄθυμοι Hom.; κακὸς καὴ ἄ. Her.)
ἄ. εἶναι πρός τι Xen. — бояться чего-л.4) невозмутимый, бесстрастный(φύσις Plat.)
-
6 ακαπνωτος
-
7 ανευρυνω
шире раскрывать, делать шире(τὸ στόμα Plut.)
; pass. расширяться(ἀνευρύνεται πάλιν ὅ Ὠκεανός Arst.; πᾶσαι ἀνευρύνονται ὁδοί Luc.)
-
8 δημοσιος
Iдор. δᾱμόσιος 3(обще)народный, общественный, государственный(ἀγρός Her.; πλοῦτος Thuc.; πλοῖα Plat.; ἀγών Plat., Aeschin.; ὁδοί, τροφαί Arst.; πράγματα Plut.; διαιρεῖν εἰς τρία μέρη τέν χώραν, τέν μὲν ἱερὰν, τέν δὲ δημοσίαν, τέν δ΄ ἰδίαν Arst.)
δίκαι δημόσιαι Arst. — процессы по обвинениям в государственных преступленияхIIὅ1) глашатай Her.2) блюститель порядка, полицейский Arph.3) писец Dem.4) палач Diod.5) искупительная жертва Arph. (ср. φαρμακός) -
9 διστομος
-
10 εννεα
эол. Theocr. ἔννεα οἱ, αἱ, τά indecl. девять Hom. etc.αἱ Ἐ. ὁδοί Her., Thuc. — Девять Путей (местность в области Амфиполя, во Фракии)
-
11 ημερος
1) прирученный, ручной, домашний(χήν Hom.; ζῷα Plat., Arst., Plut.; ἀγέλαι Plat.)
2) возделываемый, взращенный человеком, культурный(ἐλαίη, δένορεα Her.; καρπός Plat.; φυτά Arst.)
3) упорядоченный, содержащийся в порядке, удобный(ὁδοί Plat.)
4) воспитанный, культурный, учтивый(ἄνδρες Her., Dem.)
-
12 κεκλασμενος
31) искривленный, кривой(ὁδοί, φοραί Plut.)
ἥ κεκλασμένη (sc. γραμμή) Arst. — ломаная линия2) надломленный, расслабленный или томный(φωνή, ὄμματα Arst.; μέλη Plut.)
-
13 ξυμβαλλω
(fut. συμβαλῶ, aor. συνέβαλεν, pf. συμβέβληκα; pass.: aor. συνεβλήθην, pf. συμβέβλημαι) тж. med.1) накоплять, собирать, насыпатьκριθαὴ ἵπποις συμβεβλημέναι πολλαί Xen. — большие запасы ячменя для лошадей;
ξ. τι εἰς ταὐτόν Plat. — сводить к одному;συμβάλλεσθαι χρήματα Xen. — собирать между собой деньги2) присоединять, добавлятьδάκρυα δάκρυσι σ. Eur. — непрерывно лить слезы;
μέρος συμβάλλεσθαι πρός и εἴς τι Plat. или τινος Dem. — присоединять свою долю к чему-л., перен. содействовать чему-л.;ξυμβάλλεσθαι γνώμην περί τινος Plat. — высказывать мнение о чем-л.3) подавать, оказывать(βοήθειάν τινι Plat.)
4) med. содействовать, способствовать(εἴς τι Xen., Plat.)
5) med. договариваться, уславливаться, приходить к соглашениюξυμβαλέσθαι ποττὼς (= πρὸς τοὺς) Ἀργείως Thuc. — заключить соглашение с аргивянами;
συνεβάλοντο λόφον, εἰς ὃν δέοι πάντας ἁλίζεσθαι Xen. — договорились о холме, на котором все должны были собраться6) соединятьβλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ Aesch. — смежить вежды во сне;συμβαλεῖν τὸ ὄμμα Aesch. — закрыть глаза (ср. 17);δεξιὰς συμβαλεῖν ἀλλήλοισι Eur. — обменяться рукопожатием7) обменивать(ся)σ. πρὸς ἀλλήλους ἱμάτια Arph. — обмениваться одеждами;
σ. λόγους τινί Eur. — беседовать с кем-л.;τὰ ἀγοραῖα ξυμβολαίων πρὸς ἀλλήλους σ. Plat. — находиться в торговых взаимоотношениях;σ. ἔπη κακά Soph. — отвечать бранью на брань;σ. ἔχθραν τινί Eur. — быть во вражде с кем-л.;συμβαλέσθαι λόγους περί τινος Xen. — побеседовать о чем-л.;ξενίαν ξυμβαλέσθαι Xen. — быть связанным между собою узами гостеприимства8) переговариваться, разговаривать, беседовать(τινί Plut., NT.)
9) ( о военных действиях) начинать, завязывать(πολεμον καὴ δηϊοτῆτα Hom.; ξυμβαλὼν μάχην τινί Eur.)
10) одалживать, ссужать Isocr.δανεισμῷ σ. Plat. — ссужать под проценты;
συμβόλαιον εἴς τι συμβεβλημένον Dem. — ссуда, данная под залог чего-л.;ὅ συμβαλών Dem. — заимодавец11) сталкивать, ударять друг о друга(ἀσπίδας Eur., Arph.)
12) ссорить(ἄνδρας φίλους Xen.)
συμβαλεῖν Ἀλέξανδρον ἐν μέσσῳ καὴ Μενέλαον Hom. — вывести на единоборство Александра и Менелая;σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός Her. — натравливать львенка на щенка;τοὺς ἀλεκτρυόνας σ. Xen. — стравливать петухов13) сопоставлять, сравнивать14) предполагать, заключать, догадыватьсяοὐκ εὔγνωστα συμβαλὼν ἔχω Eur. — я не в состоянии предположить ничего достоверного;
τῷ δὲ τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις ; Soph. — из чего ты делаешь это заключение?;οὐδ΄ ἔχω συμβαλέσθαι Her. — не могу догадаться;τῇδε συμβαλλόμενος Her. — придя к следующему заключению15) прикидывать, определять, оценивать(ἥ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Her.)
ἐπὴ δακτύλων συμβάλλεσθαί τι Her. — считать что-л. по пальцам16) истолковывать, объяснять(τέν μαντείαν Plut.)
συμβάλλεσθαι περί τινος Xen. etc. — высказываться о чем-л.;οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ πρῆγμα Her. — они не могли объяснить себе происшедшего;τὰ λεγόμενα συμβάλλεσθαι Her. — обдумывать сказанное17) встречаться, сходиться(τὼ δ΄ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν Hom.)
πολεμίοισι συμβαλεῖν Eur. — встретиться с врагами;ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. — здесь встречаются оба пути;ποῖον ὄμμα συμβαλῶ ; Eur. — какими глазами я взгляну (на нее)? (ср. 6);οὕτω ἐχρῆτο τοῖς συμβάλλουσι Plut. — так он поступал с теми, с кем имел дело;συμβαλεῖν μάχεσθαι и εἰς μάχην Polyb., Hom.; — сойтись для боя;ὅ δὲ ξύμβλητο Νέστωρ Hom. — (им) повстречался Нестор;ὅτε κεν συμβλήσεαι αὐτῷ Hom. — если ты когда-л. встретишься с ним18) сходиться для боя, схватываться, завязывать бой(τινί Her., Aesch., Polyb. и πρός τινα Xen.)
-
14 οδοιδοκεω
-
15 οδοιδοκος
-
16 οδοιπλανεω
-
17 οδοιπλανης
-
18 οδοιπορεω
1) путешествовать, странствовать Soph., NT.2) доходить, достигать(εἰς τέν οἰκεομένην Her.)
3) проходить, проезжать(ὁδόν Her., Luc.)
4) обходить, посещать(τούσδε τοὺς τόπους Soph.)
-
19 οδοιπορια
ион. ὁδοιπορίη ἥ путешествие, поездка, путьπαρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι Hom. — совершать путь вдоль реки, т.е. берегом;
ὁδοιπορίῃσι διαχρᾶσθαι Her. — идти сухим путем -
20 οδοιπορικος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀδοί — οὐδός 1 threshold masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητήριοι οδοί — Οι οδοί που δημιουργούνται στον νωτιαίο μυελό από τα νευρικά κύτταρα, τα οποία δέχονται και μεταβιβάζουν σήματα από διάφορα αισθητήρια όργανα και δέκτες. Ερεθίσματα από σωματικούς δέκτες μπαίνουν στον νωτιαίο μυελό μέσω των ραχιαίων ριζών των… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция … Википедия
Ennea Hodoi — (auch Enneahodoi, griechisch feminin Ἐννέα ὁδοί = Neun Wege) ist ein antike griechische Siedlung und Gegend in Thrakien, wo 437 v. Chr. von den Athenern Amphipolis gegründet wurde.[1] Die Bewohner von Ennea Hodoi kontrollierten das Tal des… … Deutsch Wikipedia
BARDI — I. BARDI apud Celtas et Britannos Poerae erant, qui fortia clarorum virorum facta versibus Heroicis celebrabant, dulcibusque lyrae melodiis ad exhilarandos in conviviis virorum animos, decantabant. Unde Lucanus, l. 1. v. 447. Vos quoque qui… … Hofmann J. Lexicon universale
καθοδοιπορώ — καθοδοιπορῶ, έω (Α) (επιτατ. τού οδοιπορώ) οδοιπορώ με κόπο ή επί πολύ χρόνο ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁδοι πορῶ (< ὁδοι πόρος)] … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek