Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ὀμφαλώδης

См. также в других словарях:

  • ὀμφαλώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀμφαλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀμφαλώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφαλώδης — ες (Α ὀμφαλώδης, ῶδες) [ομφαλός] ομφαλοειδής το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη τής περιοχής τής Μεσογείου και τού Μεξικού …   Dictionary of Greek

  • ὀμφαλώδη — ὀμφαλώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀμφαλώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀμφαλώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλῶδες — ὀμφαλώδης masc/fem voc sg ὀμφαλώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ԿՄԲԵԱՅ — ( ) NBH 1 1104 Chronological Sequence: Early classical ὁμφαλώδης, ὅμφαλεις կամ ὁμφαλόεις umbelici modo, umbono munitus. (Արմատն երեւի Կումբ. յորմէ եւ կմբթ.) որպէս Կմբեթայ. պորտաւոր. այսինքն ուռուցիկ ʼի ձեւ պորտոյ կամ փորոյ. որ եւ ԿՄԲԱՒՈՐ կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»