-
1 ομφαλωδης
-
2 στολος
ὅ1) военная экспедиция, поход(κατὰ θάλασσαν Her.; Φρυγῶν ἐς αἶαν Eur.)
ὅ πρὸς Ἴλιον σ. Soph. — поход на Илион2) путешествие, поездка(πλεῦσαι τὸν στόλον Soph.; εἴτε ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ χρᾶσθαι Her.)
τεθριπποβάμων σ. Eur. — езда на четырехконной колеснице;πάλιν τὸν στόλον ποιεῖσθαι Xen. — совершать обратный путь;ὅ οἴκαδε σ. Soph. — возвращение домой3) путь, направление(τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Soph.)
4) свита, сопровождение(σὺν πολλῷ στόλῳ Soph.)
5) вооруженные силы, войскоστόλον στέλλειν Her. — снаряжать войско
6) флот(νεῶν σ. Thuc.)
σ. χιλιοναύτης Aesch. — флот из тысячи кораблей7) толпа, масса(παίδων, πρεσβυτίδων Aesch.)
πρόπας σ. Soph. — весь народ;λόγων σ. Emped. — рой слов, т.е. речи;κωπήρης σ. Aesch. — ряды весел8) придаток, отросток(ὀμφαλώδης Arst.)
9) стебель, стержень(κέρκου Arst.)
10) ( = ἔμβολον См. εμβολον) острый конец корабельного носа(χαλκήρης Aesch.)
См. также в других словарях:
ὀμφαλώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀμφαλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀμφαλώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαλώδης — ες (Α ὀμφαλώδης, ῶδες) [ομφαλός] ομφαλοειδής το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη τής περιοχής τής Μεσογείου και τού Μεξικού … Dictionary of Greek
ὀμφαλώδη — ὀμφαλώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀμφαλώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀμφαλώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαλῶδες — ὀμφαλώδης masc/fem voc sg ὀμφαλώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek
ԿՄԲԵԱՅ — ( ) NBH 1 1104 Chronological Sequence: Early classical ὁμφαλώδης, ὅμφαλεις կամ ὁμφαλόεις umbelici modo, umbono munitus. (Արմատն երեւի Կումբ. յորմէ եւ կմբթ.) որպէս Կմբեթայ. պորտաւոր. այսինքն ուռուցիկ ʼի ձեւ պորտոյ կամ փորոյ. որ եւ ԿՄԲԱՒՈՐ կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)