-
1 χαλκηρης
-
2 ιος
I.I(χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὴ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.)
II(ῑ) ὅ1) яд(ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT.)
2) сокἰ. μελισσῶν Pind. — пчелиный сок, т.е. мед.
(ῑ) ὅ ржавчина(χαλκοῦ καὴ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὴ ἀργύρου NT.)
II. -
3 οιστος
-
4 στολος
ὅ1) военная экспедиция, поход(κατὰ θάλασσαν Her.; Φρυγῶν ἐς αἶαν Eur.)
ὅ πρὸς Ἴλιον σ. Soph. — поход на Илион2) путешествие, поездка(πλεῦσαι τὸν στόλον Soph.; εἴτε ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ χρᾶσθαι Her.)
τεθριπποβάμων σ. Eur. — езда на четырехконной колеснице;πάλιν τὸν στόλον ποιεῖσθαι Xen. — совершать обратный путь;ὅ οἴκαδε σ. Soph. — возвращение домой3) путь, направление(τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Soph.)
4) свита, сопровождение(σὺν πολλῷ στόλῳ Soph.)
5) вооруженные силы, войскоστόλον στέλλειν Her. — снаряжать войско
6) флот(νεῶν σ. Thuc.)
σ. χιλιοναύτης Aesch. — флот из тысячи кораблей7) толпа, масса(παίδων, πρεσβυτίδων Aesch.)
πρόπας σ. Soph. — весь народ;λόγων σ. Emped. — рой слов, т.е. речи;κωπήρης σ. Aesch. — ряды весел8) придаток, отросток(ὀμφαλώδης Arst.)
9) стебель, стержень(κέρκου Arst.)
10) ( = ἔμβολον См. εμβολον) острый конец корабельного носа(χαλκήρης Aesch.)
См. также в других словарях:
χαλκήρης — furnished masc/fem acc pl (attic epic doric) χαλκήρης furnished masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χαλκήρης furnished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρης — ῆρες, και ποιητ. τ. χαλκοάρης και χαλκοάρας, ες, Α 1. επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. χρυσ ήρης] … Dictionary of Greek
χαλκήρει — χαλκήρης furnished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χαλκήρης furnished masc/fem/neut dat sg χαλκήρεϊ , χαλκήρης furnished dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρη — χαλκήρης furnished neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαλκήρης furnished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαλκήρης furnished masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκῆρες — χαλκήρης furnished masc/fem voc sg χαλκήρης furnished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρεα — χαλκήρης furnished neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χαλκήρης furnished masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρεις — χαλκήρης furnished masc/fem acc pl χαλκήρης furnished masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρεας — χαλκήρης furnished masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρεος — χαλκήρης furnished masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρεσι — χαλκήρης furnished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκήρεσιν — χαλκήρης furnished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)