-
1 επορθιαζω
1) досл. выпрямлять, поднимать, перен. (о голосе) возвышать, издавать(ὀλολυγμόν Aesch.)
ἐ. γόοις Aesch., — застонать, возопить2) взывать, призывать(Ἐρινὺν δώμασιν Aesch.)
-
2 λασκω
тж. med. (fut. λᾰκήσομαι, aor. 1 ἐλάκησα, aor. 2 ἔλακον, pf. λέλᾱκα - эп. λέληκα, inf. λακεῖν, part. pf. λεληκώς)1) звучать, греметь, звенеть(λάκε χαλκός Hom.)
2) трещать3) кричать(τί λέληκας; Hes. и τί λέλακας; Arph.)
οὐδὲ κύνες λελάχοντο HH. — даже собаки не лаяли4) (о крике, вопле) издавать, испускать(ὀλολυγμόν Aesch.; βοάν Eur.)
5) громко возглашать, провозглашать, возвещать(ψεῦδος Soph.; ἀγγελίας Eur.; ῥῆμα γενναῖον Arph.)
λ. τοὺς φίλους Eur. — осыпать друзей оскорблениями6) петь(λ. πρὸς αὐλόν Eur.)
7) (с шумом) лопаться(ἐλάκησε μέσος NT.)
-
3 παιανιζω
См. также в других словарях:
ὀλολυγμόν — ὀλολυγμός loud cry masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσκω — (Α) 1. (για πράγματα) κάνω κρότο, ηχώ («λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι», Ομ. Ιλ.) 2. (για πτηνό) κράζω, κρώζω 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Σκύλλη... δεινὸν λελακυῑα», Ομ. Οδ.) 4. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά («λέληκεν ἤν καὶ… … Dictionary of Greek
ολολυγμός — ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω] ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.) 2. θριαμβευτικό άσμα … Dictionary of Greek
πευκήεις — και δωρ. τ. πευκάεις, εσσα, εν, Α 1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.) 3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ ὀλολυγμόν», Οππιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ … Dictionary of Greek
πυκάεις — ουδ. πύκαες, Α οξύς («πυκάεντ ὀλολυγμὸν ἀνδρός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα πυκ τού θ. πευκ τού πεύκη* με κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. πευκ άεις «πικρός, διαπεραστικός»)] … Dictionary of Greek
Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… … Dictionary of Greek