-
1 Ιακος
-
2 Ιακός
-
3 Ἰακός
-
4 ιακός
-
5 ἰακός
-
6 Ἰακός
Aἀσωτία Plb.32.11.10
; τὸ Ἰακόν the Ionic form, Ath.9.400c;ἡ Ἰ. ἔγκλισις A.D.Pron.98.8
. Adv. - κῶς ib.4.21. -
7 πρωτοπορ(ε)ιακός
η, ό[ν] авангардистский;πρωτοπορ(ε)ιακή τέχνη — авангардизм
-
8 πρωτοπορ(ε)ιακός
η, ό[ν] авангардистский;πρωτοπορ(ε)ιακή τέχνη — авангардизм
-
9 σοδ(ε)ιακός
η, ό собранный, запасённый;τα εχουμε όλα σοδ(ε)ιακά — у нас всё своё
-
10 σοδ(ε)ιακός
η, ό собранный, запасённый;τα εχουμε όλα σοδ(ε)ιακά — у нас всё своё
-
11 Ιακά
Ἰακόςthe Ionic form: neut nom /voc /acc plἸακά̱, Ἰακόςthe Ionic form: fem nom /voc /acc dualἸακά̱, Ἰακόςthe Ionic form: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 Ἰακά
Ἰακόςthe Ionic form: neut nom /voc /acc plἸακά̱, Ἰακόςthe Ionic form: fem nom /voc /acc dualἸακά̱, Ἰακόςthe Ionic form: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 Ιακώτερον
Ἰακόςthe Ionic form: adverbial compἸακόςthe Ionic form: masc acc comp sgἸακόςthe Ionic form: neut nom /voc /acc comp sg -
14 Ἰακώτερον
Ἰακόςthe Ionic form: adverbial compἸακόςthe Ionic form: masc acc comp sgἸακόςthe Ionic form: neut nom /voc /acc comp sg -
15 Ιακόν
-
16 Ἰακόν
-
17 φιλοχορευτης
-
18 Ιακή
-
19 Ἰακῇ
-
20 Ιακής
См. также в других словарях:
ιακός — ἰακός, ή, όν (Α) 1. ιωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰακόν ο ιωνικός τύπος. επίρρ... Ιακώς (Α) κατά τρόπο ιωνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράγωγο τού Ιάς «Ιωνική»] … Dictionary of Greek
Ἰακός — the Ionic form masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek
ἰακός — ἰ̱ακός , ἰάζω perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρνασ(σ)ιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό ή στην ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού* 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Παρνασσιακοί οι ποιητές που ακολουθούν την ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού, η οποία εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τα τέλη … Dictionary of Greek
Ἰακά — Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc pl Ἰακά̱ , Ἰακός the Ionic form fem nom/voc/acc dual Ἰακά̱ , Ἰακός the Ionic form fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακώτερον — Ἰακός the Ionic form adverbial comp Ἰακός the Ionic form masc acc comp sg Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακόν — Ἰακός the Ionic form masc acc sg Ἰακός the Ionic form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακαῖς — Ἰακός the Ionic form fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακοῖς — Ἰακός the Ionic form masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακῆς — Ἰακός the Ionic form fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)