-
1 ηρως
gen. ἥρωος (gen. иногда с ω коротким, редко ἥρω) ὅ (dat. ἥρωι - поэт. ἥρῳ, acc. ἥρω - эп. ἥρωα, ион. ἥρων, acc. pl. ἥρως и ἥρωας)1) вождь, военачальник, предводитель(ἥρωες Ἀχαιοί Hom.)
2) воин, боец(στίχες ἀνδρῶν ἡρώων Hom.)
3) славный муж(Μούλιος ἥ., κῆρυξ Δουλιχιεύς Hom.)
ἥ. Δημόδοκος Hom. — знаменитый (песнопевец) Демодок4) герой, богатырь, человек сказочной силы и доблести(ἀντίθεοι ἥρωες Pind.; δαίμονες τε καὴ ἄνθρωποι Plat.; θεοὴ καὴ ἥρωες Thuc., Arst.; ἐκ ἡρώων εἰς δαίμονας ἀναφέρεσθαι Plut.)
-
2 δαιμων
- ονος ὅ и ἥ1) бог, богиня(δώματ΄ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.)
δαίμονι ἶσος Hom. — богоравный;σὺν δαίμονι Hom. — с божьей помощью;πρὸς δαίμονα Hom. — против божьей воли2) божество (преимущ. низшего порядка)— дух, гений, демон (δαίμονες ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὴ καὴ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.)
3) (тж. δαίμονος τύχη Pind., τύχη δαιμόνων Eur., δ. καὴ τύχη Aeschin., Dem. и τύχη καὴ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайностьκατὰ δαίμονα Her. — по воле случая;
ἀπ΄ ὠμοῦ δαίμονος Soph. — по воле жестокой судьбы;δαίμονος αἶσα κακή Hom. — злой рок4) злой рок, несчастьеδαίμονα δοῦναί τινι Hom. — погубить кого-л.;
πλέν τοῦ δαίμονος Soph. — несмотря на это несчастье5) душа умершего(Δαρεῖος Aesch.; νῦν δ΄ ἐστὴ μάκαιρα δ. Eur.)
-
3 εξοχος
21) выдающийся (вперед), т.е. высокий(ἔξοχοι πρῶνες Pind.)
2) превышающий, превосходящий(μεγέθει σώματος ἔ. τινος Plut.)
ἔ. τινος κεφαλήν Hom. — выше кого-л. на (целую) голову3) (тж. μέγ΄ ἔ. Hom.) превосходный, отличный(ἀνήρ, βοῦς, δώματα, τέμενος Hom.)
4) самый выдающийся, лучший(ἡρώων и ἡρώεσσιν Hom.)
ἔξοχον σοφισμάτων Aesch. — благороднейшая из наук;εἶδος (acc.) ἐξοχώτατος Eur. — необычайно красивой наружности -
4 ημιθεος
дор. ἀμίθεος и ἁμίθεος (ᾱ, ῐ) ὅ полубог(ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν Hom.; ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἱ καλέονται ἡμίθεοι Hes.; θεοὴ καὴ ἡμίθεοι Isocr.)
-
5 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
6 ιφθιμος
-
7 παρακειμενως
параллельно, попутно или вслед за(π. τῷ περὴ θεῶν λόγῳ τὸν περὴ ἡρώων ἱστορητέον Plut.; τὰς ἐνστάσεις π. ἐκθησόμεθα Sext.)
-
8 προιαπτω
-
9 δράξ
(-ακός) η1) горсть; 2) кучка, горстка (о людях);μιά δράξ ηρώων — горстка героев
См. также в других словарях:
ἡρῴων — ἡρώιος fem gen pl ἡρώιος masc/neut gen pl ἡρῷον shrine of a hero neut gen pl ἡρῴ̱ων , ἡρῷος the heroic measure fem gen pl ἡρῴ̱ων , ἡρῷος the heroic measure masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρώων — Ἥρω fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρώων — ἥρως hero masc gen pl (epic) ἡρώ̆ων , ἥρως hero masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
La Génération des héros — Données clés Titre original Η Λιτανεία των Ηρώων (I Litania ton Héroon) Réalisation Giorgos Stamatopoulos Scénario Antonis David Kiki Segditsa Sociétés de production … Wikipédia en Français
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αντιμυθιστόρημα — Μέθοδος γραφής μυθιστορήματος αντίθετη από την αποδεκτή, που πολλοί την αποδίδουν στην επίδραση του μεταπολεμικού κινηματογράφου. Ο όρος έχει απόδοθεί στη γλώσσα μας από το γαλλικό antiroman. Παλαιότερα, κάποια ρωγμή στη δομή του κλασικού… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek