-
1 έμποροι
-
2 ἔμποροι
-
3 ἔμποροι
торговцыἔμποροίΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔμποροι
-
4 ἔμποροί
торговцыἔμποροιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔμποροί
-
5 πεντηκοστός
πεντηκοστός, der funfzigste, Plat. Theaet. 175 b u. sonst; ἡ πεντηκοστή, der funfzigste Theil, sc. μοῖρα, also 2 Procent war der übliche Eingangszoll, τῶν εἰςαγομένων εἰς τὸν Πειραιᾶ φορτίων καὶ ἀνδραπόδων ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς πεντηκοστὴν ἐτ έλουν οἱ ἔμποροι, B. A. 297; Andoc. 1, 133 u. A.; vgl. Vöckh's Staatshaush. der Ath. I p. 337; – ἡ πεντηκοστή, sc. ἡμέρα, der funfzigste Tag nach Ostern, d. i. Pfingsten, K. S.
-
6 ἐπι-δήμιος
ἐπι-δήμιος, im Volke, in der Heimath, Il. 24, 262; zu Hause anwesend, Od. 1, 194; πόλεμος, Bürgerkrieg, Il. 9, 64; durchs ganze Volk verbreitet, bes. von Seuchen, epidemisch, Hippocr. u. a. Medic.; – οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐπιδήμιος, ist nicht Sitte des Landes, Ap. Rh. 2, 1024. – Als Fremder eingewandert, sich aufhaltend, Ἕλληνές σφισι ἔωσι ἐπιδήμιοι ἔμποροι Her. 2, 39; vgl. Ap. Rh. 1, 827.
-
7 ἔμ-πορος
ἔμ-πορος, ὁ, 1) wer auf einem fremden Schiffe als Passagier mitfährt, Od. 2, 319. 24, 300. Uebh. wer auf der Reise ist, auch zu Lande vom Wanderer; ὥρα δ' ἐμπόρους μεϑιέναι ἄγκυραν Aesch. Ch. 650; Soph. O. C. 304. 905; Eur. Alc. 100. – 2) Bes. der Großhändler, der Handel über das Meer ins Ausland treibt, nach Schol. Ar. Plut. 1155, der ihn mit αὐτοπώλης, κάπηλος, παλιγκάπηλος, μεταβολεύς zusammenstellt, ὁ ἀγοράζων καὶ ἐπὶ ξένης πωλῶν ἢ ἀπὸ τοῠ αὐτοπώλου ἢ ἀπὸ τοῠ καπήλου – vgl. κάπηλος; Plat. Prot. 313 d Polit. 290 a u. öfter, wie Folgde. Uebertr., κακὴ ἔμπορος βίου, die gleichsam ihr Leben verkauft, Eur. Hipp. 934; κακῶν, d. i. der Unglück eingehandelt hat, mit Unglück belastet ist, Aesch. Pers. 590, l. d., besser ἔαπειρος, wie auch τῆς τῶν Ἀϑηναίων πολιτείας ἔμποροι Dem. 12, 19 von Bekker in ἔμπειρος geändert ist. – Adi., = ἐμπορικός, ναῦς, ein Kauffahrteischiff, D. Sic. 5, 12.
-
8 επιδημιος
21) отечественный, туземный, местныйπόλεμος ἐ. Hom. — междоусобная война;
ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες Hom. — занимающиеся грабежом в собственном доме2) живущий у себя дома(πατήρ Hom.)
3) ( о чужеземце) приезжий, поселившийся здесь(ἔμποροι Her.)
-
9 ευπορια
ἥ тж. pl.1) легкость, возможность, удобный случайὅτε πολλέ ὑμῖν εὐ. φαίνεται Xen. — если представится вам достаточная возможность;
ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Thuc. — (Антандр) был удобным местом для постройки кораблей;ἥ εὐ. τῆς τύχης Thuc. — успех, удача2) (необходимые) средства, припасыἡ εὐ. τοῦ καθ΄ ἡμέραν Thuc. и τοῦ βίου Plat. или αἱ εὐπορίαι τῆς τροφῆς Arst. — средства к существованию;
εὐ. τοῦ μυθεύματος Plut. — сюжет рассказа;ἥ παρ΄ ἀλλήλων εὐ. Isocr. — взаимная помощь3) обилие, множество(χρημάτων Xen.; ἀγαθῶν Arst.)
4) (тж. ἥ περὴ τὸν οἶκον εὐ. Plut.) (благо)состояние, богатство Xen., Plut., NT.οἱ ἐν ταῖς ἐμπορίαις Arst. = οἱ ἔμποροι
5) решение вопроса, устранение трудностей(ἥ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων ἐστί Arst.)
-
10 φιλοσιτος
-
11 κάμποροι
-
12 κἄμποροι
-
13 τετράγωνος
A with four angles, but usu. square, Hdt.1.178, 181, 2.124, Hp.Fract.13; δοκοὶ τ. squared, Th.4.112; ξύλα τ. IG12.313.101, 42(1).108.162, al. (Epid., iv/iii B.C.); τ. ἐργασία, of the Hermes-statues, Th.6.27;πρόσωπον -ότερον Arist.Phgn. 809b16
; κύκλος τετράγωνος ταῖς ἐπιφανείαις a ring with four surfaces, the breadth of the outer and inner equal to the depth of the two sides, Ptol.Alm.5.1 (with the commentary of Procl.Hyp.6.3).2 τὸ τ. a square, Pl.R. 510d, and freq. in Geom., but sts. of any quadrilateral, Arist.Metaph. 1054b2, cf. Hero *Deff.100, Procl. in Euc.p.166 F.b in Tactics, a body of men drawn up in square, X.Lac.12.1;τ. τάξις Th.4.125
.3 τ. ἀριθμός a square number, i.e. a number made up of two equal factors, Pl.Tht. 147e, Phld.Sign.1,15.II metaph., square, i.e. perfect as a square, ;τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα φάναι τετράγωνον Arist.Rh. 1411b27
, cf. EN 1100b21.III ἱμάτιον τ., of the χλαῖνα which hung square, while the χλαμύς took a circular form, Id.Fr. 500; contrasted with the ἡμικύκλιον formed by the Roman toga, Posidon.36 J., App.BC 5.11.2 οἱ ἔμποροι καὶ οἱ τὴν τ. ἐργαζόμενοι perh. those who trade in the ἀγορὰ τετράγωνος, Durrbach Choix d'Inscrr. de Délos 138.IV Adv.- νως Philostr.VA7.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράγωνος
-
14 φιλόσιτος
φῐλό-σϊτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόσιτος
-
15 ἀγοραῖος
A in, of, or belonging to the ἀγορά, Ζεὺς Ἀ. as guardian of popular assemblies, Hdt.5.46, A.Eu. 973 (lyr.), E.Heracl.70; Ἑρμῆς Ἀ. as patron of traffic, Ar.Eq. 297, cf. IPE12.128 ([place name] Olbia), IG12(8).67 ([place name] Thasos), Paus.1.15.1; Ἄρτεμις Ἀ. at Olympia, Id.5.15.4; Ἀθηνᾶ Ἀ. at Sparta, Id.3.11.9; generally,θεοὶ ἀ. A.Ag.90
.2 of things, τὰ ἀ. details of market-business, Pl.R. 425c.II frequenting the market,ὁ ἀ. ὄχλος X.HG6.2.23
;δήμου εἶδος Arist.Pol. 1291b19
, etc.; τὸ ἀ. πλῆθος.. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρῖβον ib. 1291a4:— ἀγοραῖοι (with or without ἄνθρωποι), οἱ, those who frequented the ἀγορά, Hdt.1.93, 2.141; opp. ἔμποροι, X. Vect.3.13, but = traders (i.e. sutlers), Ael.Tact.2.2:—hence, the common sort, low fellows, Ar.Ra. 1015, Pl.Prt. 347c, Thphr.Char.6.2; of agitators, Act.Ap.17.5, Plu.Aem.38: [comp] Comp., the baser sort, Ptol. Euerg.1. Adv.-αίως, λέγειν D.H.Rh.10.11
.2 of things, vulgar, ;τοὺς νοῦς ἀ. ἧττον.. ποιῶ Id.Fr. 471
; ἀ. φιλία (opp. ἐλευθέριος) Arist.EN 1162b26; common,ἄρτοι Lync.
ap. Ath.3.109d.III generally, proper to the ἀγορά, skilled in, suited for forensic speaking, Plu.Per.11, al.:— ἀγοραος (sc. ἡμέρα) court-day, assize,τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.13.4.12
; ἄγειν τὴν ἀ. Epist. Galb. ap. J.AJ14.10.21, cf.Act.Ap.19.38, IGRom.4.790. Adv. - ως in forensic style, Plu. CG4, Ant.24.2 ἀγοραῖος, ὁ, = tabellio, notary, Aristid.Or.50(26).94, Edict.Diocl.7.41, Gloss.; also, pleader, advocate, in pl., Philostr.VA 6.36.b ἀγοραῖος, ἡ, market-day, IGRom.4.1381 ([place name] Lydia). (The distn. ἀγόραιος vulgar, ἀγοραῖος public speaker, drawn by Ammon., etc., is prob. fictitious.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγοραῖος
-
16 ἐμποριωνῄτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποριωνῄτας
-
17 ἐπιδήμιος
A among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.24.262; πόλεμος ἐ. civil war, 9.64; ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρήστω IGl.c.; ἔφαντ' ἐ. εἶναι σὸν πατέρ' that he was at home, Od.1.194; ἐ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.2.39; οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐ. A.R.2.1023: generally, common, commonplace,τοῦτο τοὐπιδήμιον Plu.2.735a
.2. sojourning among,ψυχὴ.. ἐ. ἄστροις IG12(8).609.3
([place name] Thasos); settling in a place, A.R.1.827.3. of diseases, prevalent, epidemic,ἴκτερος Hp.Int.37
.4. ἐπιδήμια θύειν sacrifice in honour of a visit or arrival, Him.Ecl.36.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδήμιος
-
18 πλουτέω
πλουτέω fut. 3 sg. πλουτήσει Da 11:2; 1 aor. ἐπλούτησα; pf. πεπλούτηκα (πλοῦτος; Hes., Hdt. et al.; SIG 1268, 30; PGiss 13, 19; LXX, pseudepigr., Philo, Joseph., Tat.)① to be relatively high on a scale of opulence, be rich aor. become rich; pf. have become rich. lit., abs. (Artem. 4, 59; En 97:8 πλούτῳ πεπλουτήκαμεν; ApcMos 24; Philo, Virt. 166; Jos., Ant. 4:14; Tat. 11:1; Orig., C. Cels. 8, 38, 17) Lk 1:53; 1 Ti 6:9; 2 Cl 20:1; Dg 10:5; Hv 3, 6, 7; ApcPt 15:30. οἱ πλουτοῦντες ἐν τούτῳ τῷ αἰῶνι those who have riches in this age Hv 3, 6, 6.—Aor. Hs 8, 9, 1. The source fr. which the wealth comes is indicated by ἀπό τινος (Aristoph., Plut. 569; Lucian, Dial. Deor. 16, 1; Sir 11:18) οἱ ἔμποροι οἱ πλουτήσαντες ἀπʼ αὐτῆς Rv 18:15. Also ἔκ τινος (Lysias 32, 25) vss. 3, 19.② to be plentifully supplied with someth., be rich, in imagery ἔν τινι in someth. (Synes., Ep. 130 p. 265b; OdeSol 11:9) ἐν ἔργοις καλοῖς 1 Ti 6:18. ἐν ἐντεύξει Hs 2:7. εἰς θεὸν πλ. be rich in God or toward God, in any case, in the things that are worthy in the sight of God Lk 12:21. The εἰς-constr. in Ro 10:12 is different: κύριος πλουτῶν εἰς πάντας the Lord, who is rich (and generous) toward all, i.e. who gives of his wealth generously to all (Philostrat., Vi. Apoll. 4, 8 p. 129, 16 εἰς τὸ κοινόν).—Abs., of being rich in transcendent values 1 Cor 4:8; 2 Cor 8:9 (τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ is dat. of instrument or of cause); Rv 3:18. Pf. πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα vs. 17 (cp. also Hos 12:9).—DELG s.v. πλοῦτος. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἔμποροι — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄμποροι — ἔμποροι , ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek