-
1 εδμεναι
-
2 εεδμεναι
-
3 αδην
I.II.тж. ἄδ(δ)ην adv. вдоволь, вволю, досыта(ἔδμεναι Hom.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων Plat.)
ἅ. ἐλάσαι πολέμοιό τινα Hom. — измучить кого-л. битвой;ὡς ἅ. εἶχον κτείνοντες Her. — когда они вволю натешились резней;ἐπειδέ τῶν τοιούτων ἅ. Plat. — когда мы вдоволь наговорились об этом;ἅ. ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι Plat. — довольно с нас слов;ἐπεὴ τούτων ἅ. εἶχε Plut. — когда ему это надоело -
4 ατιμος
21) малоценный, дешевый Diod.ἀτιμότερον γενέσθαι Xen. — подешеветь
2) неоплаченный, безвозмездныйοἶκόν τινος ἄτιμον ἔδμεναι Hom. — грабить чьё-л. состояние
3) безнаказанный4) неотмщенныйοὐκ ἄτιμοι ἐκ θεῶν τεθνήξομεν (pl. = sing.) Aesch. — боги не оставят мою смерть без отмщения
5) неуважаемый, непочитаемый, презираемый(τινι и ἔκ τινος Soph.)
6) недостойный, нестоящий(τινος Soph.)
χάρις οὐκ ἄ. πόνων Aesch. — достойная трудов награда7) юр. пораженный в правах Her., Dem., Arph.ἄ. γερῶν Thuc. — лишенный особых прав или привилегий;
ἄ. τῆς πόλεως Lys. — лишенный гражданских прав8) бесславный, позорный(μόρος Aesch.)
9) позорящий, постыдный(ἔργα, πληγή Plat.)
См. также в других словарях:
ἔδμεναι — ἔδω eat inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ed- (*heĝh-) — ed (*heĝh ) English meaning: to eat, *tooth Note: From an older root (*heĝh ) derived Root ed (*heĝh ): “to eat, *tooth” and Root ĝembh , ĝm̥bh : “to bite; tooth” Deutsche Übersetzung: “essen” Note: originally athematic,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» … Dictionary of Greek
μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek