-
1 ἔγκατα
-
2 ἔγκατα
ἔγκατα, τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide -
3 πίων
πίων, πῖον, fett, feist, wohlgenährt, wohlbeleibt; bes. von Thieren; Hom. νῶτον πίονος αἰγός, Il. 9, 207; δημός, 22, 501 Od. 14, 428; auch μῆλα πίονα δημῷ, 9, 464, wie βοῦν μέγαν καὶ πίονα δημῷ, Il. 23, 750; ἔγκατα πίονα δημῷ, Hes. Th. 538; – vom Boden, fett, fruchtbar, ergiebig; ἀγρός, Il. 23, 832; πίονα ἔργα, 12, 283 u. öfter; πεδίον, 9, 577; u. öfter ἐν πίονι δήμῳ, z. B. 16, 437; – auch reich, begütert, wohlversehen, οἶκος, Od. 9, 35, νηός, Il. 2, 549; ἄδυτον, Her. u. Folgde; σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς, Aesch. Ag. 794; ποτός, Soph. Trach. 700, vielleicht von reinem Weine; Ar., u. in Prosa, bes. von Arist. an; Plat. vrbdt πλουσίοιν καὶ πιόνοιν, Rep. IV, 422 c; πίονι μέτρῳ, in reichlichem Maaße, Theocr. 7, 34; a. Sp. – Compar. u. superl. πῑότερος, πῑότατος, Il. 9, 577 h. Apoll. 48 Hes. O. 587; Ζέφυρος πιότατος, Bacchyl. 20 (VI, 53).
-
4 σάρξ
σάρξ, σαρκός, ἡ, das Fleisch; Hom., der gew. den plur. braucht, σαρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, Od. 18, 76; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα, 9, 295 (wie auch die Tragg., vgl. Aesch. Ag. 1068 Ch. 278; Soph. Trach. 1043, u. oft bei Eur.); nur 19, 450 den sing., πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκός, wo ein einzelner Fleischtheil, der dicke Muskel auf der vordern Seite des Oberschenkels gemeint ist; Tragg. oft für Körper, Leib, γέροντα τὸν νοῠν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, Aesch. Spt. 604; ἡμεῖς δ' ἀτίτᾳ σαρκὶ παλαιᾷ, Ag. 72; σάρκα τὴν ἐμὴν κατεμπρήσας πυρί, Eur. Herc. Fur. 1151; σαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα, 1269; er vrbdt auch διὰ σάρκα ἐμὰν ἔλεος ἔμολε ματρός, Phoen. 1292; in Prosa, wo auch der plur. häufig ist, z. B. Plat. ἐπειδὰν ταῖς σαρξὶ σάρκες προςγένωνται ἐκ τῶν σιτίων, Phaed. 96 d; τοιαύτας σάρκας περιβεβλημένος, Luc. D. Mort. 10, 5. – Auch bei den Pflanzen, die weichern Theile, Theophr. – Aeol. σύρξ, dah. von Einigen auf σαίρω, σύρω zurückgeführt, was man abstreift.
-
5 δηιόω
δηιόω, zsgzgn δῃόω, von δήιος, transit. = feindlich behandeln, bekämpfen, tödten, niederhauen, zerhauen, zerreißen, zermalmen, verwüsten, intransit. = kämpfen u. s. w. Homerische Formen: δηιόῳεν, Odyss. 4, 226; δηιόων, Iliad. 17, 566; δηιόωντες, Iliad. 11, 153; δηιόωντο passiv., Iliad. 13, 675; δῃῶν, Iliad. 17, 65, vgl. Scholl. Herodian.; δῄουν 3. pers., Iliad. 5, 452; δῃώσουσιν, Iliad. 12, 227; δῃώσειν, Iliad. 9, 243; δῃώσῃ, Iliad. 16, 650; δῃώσωσιν, Iliad. 4, 416; δῃώσας, Iliad. 8, 534; δῃώσαντε, Iliad. 22, 218; δῃώσαντες, Iliad. 16, 158; δῃωϑέντες. Odyss. 9, 66; δῃωϑέντων, Iliad. 4, 417. Oefters bei Homer transitiv, vom Waffenkampfe der Heroen in der Schlacht, Subject und Object Menschen, z. B. actioisch Iliad. 12, 227 πολλοὺς Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσουσιν. ἀμυνόμενοι περὶ νηῶν; passivisch Iliad. 13, 675 Ἕκτωρ οὐκ ἐπέπυστο, ὅττι ῥά οἱ νηῶν ἐπ' ἀριστερὰ δηιόωντο λαοὶ ὑπ' Ἀργείων; intransit. Ἕκτωρ πυρὸς ἔχει μένος, οὐδ' ἀπολήγει χαλκῷ δηιόων Iliad. 17, 566; ἔγχεϊ δηιόων περὶ Πατρόκλοιο ϑανόντος Iliad. 18, 195; Subject die Waffe Iliad. 14, 518 διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἄφυσσεν δῃώσας; Object die Schilde Iliad. 5, 452 ἀμφὶ εἰδώλῳ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήϑεσσι βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήιά τε πτερόεντα; von Thieren Iliad. 16, 158 λύκοι, οἵ τ' ἔλαφον κεραὸν μέγαν οὔρεσι δῃώσαντες δάπτουσιν; Iliad. 17, 65 ein Löwe tödtet eine Kuh, ἔπειτα δέ ϑ' αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει δῃῶν. In der Stelle Iliad. 11, 153, πεζοὶ μὲν πεζοὺς ὄλεκον, ἱππῆες δ' ἱππῆας – ὑπὸ σφίσι δ' ὦρτο κονίη ἐκ πεδίου, τὴν ὦρσαν ἐρίγδουποι πόδες ἵππων – χαλκῷ δηιόωντες, hat man das χαλκῷ δηιόωντες auch auf die erzbeschlagenen, die Ebene zerstampfenden Füße der Pferde bezogen. – Nach Homer bes. = Länder verwüsten, z. B. τὰ παραϑαλάσσια Herodot. 5, 89; ἄστυ πυρί Soph. O. C. 1321; χώραν Ar. Lys. 1146; oft Thuc., Xen. u. Sp.; komisch, δεδῃωμένος ἀρτίως τὸν πώγωνα, dem erst vor kurzem der Bart abgenommen, Luc. D. Mort. 10, 11.
-
6 βοεία
βοεία, ἡ, Hom. auch βοέη, eigentl. fem. von βόειος, βόεος, scil. δορά, Rindshaut, meist die abgezogene; Odyss. 20, 142 ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ, 20, 2 ἀδέψητον βοέην, 20, 96. 22, 364 Iliad. 22, 159 βοείην, Iliad. 11, 843. 12, 296 βοείας, 17, 389 ταυροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην; 18, 582 σμερδαλέω δὲ λέοντε δυ' ἐν πρωτῃσι βόεσσιν ταῦρον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκως ἕλκετο· – τὼ μὲν ἀναρρήξαντε βοὸς μεγάλοιο βοείην ἔγκατα καὶ μέλαν αἷμα λαφύσσετον. Die Schilde waren aus Rindsleder gemacht; daher Iliad. 17, 492 βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι, Schilde. – Riemen aus Rindsleder, H. h. Ap. 487.
-
7 λαφύσσω
λαφύσσω, att. λαφύττω (λάπτω, λαπάζω), gierig verschlucken, verschlingen, vom Löwen, ἔπειτα δέ ϑ' αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει, Il. 11, 175. 17, 63. 18, 583; von Hunden, Luc. Asin. 27; auch zerreißen, zerfleischen, vom Bären, λαφύξαι τοῖς ὄνυξι τοῦ δειλαίου τὴν γαστέρα, Ael. H. A. 4, 45 u. a. Sp. Von Menschen, schlemmen, prassen, wie Ath. VIII, 362 a es erkl., τὸ δαψιλῶς καὶ ἐπὶ πολὺ λαπάττειν καὶ ἐκκενοῠν, also auch verprassen, verthun. – Med., πρὶν λαφύξασϑαι γάνος, Lycophr. 321. Vgl. auch λαφυγμός.
-
8 ὀστέον
ὀστέον, τό, att. zsgzgn ὀστοῦν u. ὀστεῦν, Leon. Tar. 68 Antp. Sid. 83 (VII, 480. 218), plur. ὀστέα, zsgzgn ὀστᾶ, wofür Opp. wie von ὀστόν auch ὀστά hat, Cyn. 1, 268; der Knochen, das Gebein; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα, Od. 9, 293; οὗ δή που λευκ' ὀστέα πύϑεται ὄμβρῳ, 1, 161, öfter, wie auch bei Hes. die λευκὰ ὀστέα das weiße vom Fleisch entblößte Gebein der Todten sind; Aesch. frg. 360; ἦλϑε δ' ὀστέων ὀδαγμὸς ἀντίσπαστος, Soph. Trach. 766; σαρκῶν, ὀστέων τ' ἐμπλησϑῶ, Eur. Hec. 1071; σάρκες ἀπ' ὀστέων ἔῤῥεον, Med. 1200, öfter; u. in Prosa überall, ξύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων, Plat. Phaed. 98 c; Folgde. – Bei Theophr. auch der Stein im Obst.
-
9 ἐπ-οπτάω
ἐπ-οπτάω, darauf braten, rösten, ἐπώπτων ἔγκατα πάντα Od. 12, 363; überbraten, Comic. Ath. III, 121 c XIV, 656 b u. Sp.
-
10 ἔγκυτα
-
11 ἔγκατον
См. также в других словарях:
ἔγκατα — inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκατα — τα (AM ἔγκατα) τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα τής γης») αρχ. τα εντόσθια, τα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. *έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος* από εξ), οπότε η ομηρική δοτ.… … Dictionary of Greek
έγκατα — τα τα βάθη, τα κατάβαθα μέρη πράγματος: Τα έγκατα της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγκατ' — ἔγκατα , ἔγκατα inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείψαμεν — ἐγκατᾱλείψαμεν , ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (doric aeolic) ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (homeric ionic) ἐν καταλείβω pour down aor ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοις — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοισι — ἔγκατα inwards neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτων — ἔγκατα inwards neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασι — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασιν — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek