-
1 επτατονος
-
2 επτάτονος
ος, ον см. επτάχορδος -
3 λυρα
ион. λύρη ἥ1) лира(ἑπτάτονος Eur.)
λύρῃ κιθαρίζειν HH. — играть на лире;ἄνευ λύρας Aesch. — (петь) без сопровождения на лире2) лирическое искусство, музыка Plat., Luc.3) созвездие Лиры Arst.4) предполож. тригла ( морская рыба) Arst. -
4 χελυς
- ῠος ἥ1) черепаха HH.2) лира (первонач. изготовлявшаяся из щита черепахи) HH., Aesch.χ. ἑπτάτονος Eur. — семиструнная лира
3) грудная клетка, грудь(ἀπορρῆξαι χέλυν Eur.)
См. также в других словарях:
ἑπτάτονος — seven toned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτάτονος — η, ο (AM ἑπτάτονος, ον) (για μουσικό όργανο) με επτά τόνους («α. ἑπτάτονος φόρμιγξ, Τέρπ. β. «ἑπτάτονος χέλυς», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἑπτάτονον — ἑπτάτονος seven toned masc/fem acc sg ἑπτάτονος seven toned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτατόνοιο — ἑπτάτονος seven toned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτατόνου — ἑπτάτονος seven toned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτατόνους — ἑπτάτονος seven toned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτατόνῳ — ἑπτάτονος seven toned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
επτάφθογγος — ἑπτάφθογγος, ον (Α) ο επτάτονος … Dictionary of Greek