-
121 επιμελεια
ἥ1) забота, радение, попечение(τινος Xen., Plat., Arst., Plut.; περί τινος Thuc., Isocr.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.; πρός τινα и πρός τι Plat., Dem., Plut.)
ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι или ἔχειν τινός Her., Xen., περί τι Plat. и περί τινος Thuc., тж. δι΄ ἐπιμελείας ἔχειν τινά Isae. — заботиться о ком(чем)-л.;οἰκείων ἅμα καὴ πολιτικῶν ἐ. Thuc. — попечение как о личных, так и о государственных делах;ἐπιμέλειαι καὴ σπουδαί τινος Plat. — усиленное попечение о чем-л.;ἐ. τῶν κοινῶν Isocr. — выполнение общественных поручений;2) ( в отличие от ἀρχή) общественное поручение, общественный пост3) занятие, дело, область деятельности, поприщеἡ κατὰ γῆν ἐ. Xen. — роль сухопутной державы;
ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὴ ὧν ἐστὴν ἐπιστήμη Arst. — во всех прочих отраслях науки;ἐ. πολεμικῶν Arst. — военное дело; -
122 ηγεμονικος
31) способный (при)вести, могущий направить(πρὸς τέν φιλίαν, πρὸς τὰ πονηρά Xen.)
2) способный руководить, умеющий управлять(φύσις τινός Plat.; ἀνήρ Xen., Plut.)
3) пользующийся авторитетом(ἐν τοῖς ἥλιξι Xen.)
4) руководящий, ведущий(τέχναι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; τάξις Plut.)
5) (= лат. imperatorius) имеющий опыт или звание военачальника(ἡγεμονικοὴ καὴ στρατηγικοὴ ἄνδρες Plut. - ср. 2)
-
123 ηγεομαι
дор. ἁγέομαι (impf. ἡγούμην - ион. ἡγεόμην и ἡγεύμην, fut. ἡγήσομαι, aor. ἡγησάμην - поздн. ἡγήθην; pf. ἥγημαι - тж. pass.)1) идти впереди, предшествовать, предварять(πρόσθεν Hom.)
οὐχ ἡ. προσήκει ἁρμονίαν τούτων, ἐξ ὦν ἂν συντεθῇ, ἀλλ΄ ἕπεσθαι Plat. — гармония не может предшествовать тем элементам, из которых она сложилась, а (может лишь) следовать (за ними)2) (тж. ἡ. τινι τέν ὁδόν Her.) идти впереди, указывать дорогу, вести(ἐπὴ νῆα, ἐς τεῖχος, κλισίηνδε Hom.; τινι πρὸς ἀρετήν Xen.)
αὐτέν ὁδὸν ἡγήσασθαι Hom. — повести по той же дороге;οὗτοι Μαρδονίῳ τέν ὁδὸν ἡγέοντο ἐς Σφενδαλέας Her. — они провели Мардония в Сфендалеи;ἡ. βωμούς Aesch. — отводить к жертвенникам;ἡ. τοῖς τυφλοῖς Arph. — вести слепцов;ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ΄, ἥ δ΄ ἕσπετο Παλλάς Hom. — сказав это, (Телемах) пошел вперед, а Паллада последовала (за ним);ὅ ἡγησόμενος οὐδεὴς ἔσται Xen. — (у нас) не будет проводника;ἡ. ἐς φιλότητα Hes. — делать первый шаг к дружбе (предлагать дружбу);ἡ. ὀρχηθμοῖό τινι Hom. — давать кому-л. знак к пляске;ὅ ἡγούμενος τοῦ λόγου NT. — главный оратор3) руководить, управлять(τὰς τύχας Eur.; ἔργου καὴ λόγου Xen.; τοῦ ὀρθῶς πράττειν Plat.)
περὴ τέν χρείαν τῶν ἀγαθῶν ἐπιστήμη (ἐστὴν) ἡγουμένη Plat. — в пользовании благами руководит (нами) знание4) предводительствовать, начальствовать, стоять во главе, командовать(νήεσσιν ἐς Ἴλιον, ἐπικούρων Hom.; παντὸς τῶν Ἑλλήνων στρατοῦ Her.; λόγχαισιν Eur.; τοῖς ὁπλίταις Xen.)
5) господствовать, владычествовать, обладать гегемонией(τῆς Ἀσίας Her., Plat.; τῆς συμμαχίης Her.; Ἑλλήνων Plut.)
6) править, управлять(τῆς Θεσσαλίης Her.; τῆς πόλεως Xen. и ταῖς πόλεσιν Plat.; τῶν ἡδονῶν Isocr.)
οἱ ἡγούμενοι Soph. — правители, начальники, власти7) иметь превосходство, преобладать, быть первым8) полагать, признавать, считать (ср. лат. ducere)(τινα βασιλέα Her.; ὡς ἐχθρόν, sc. τινα NT.)
ἐνύδριες ἱρὰς ἡγέαται εἶναι Her. — (в Египте) выдры считаются священными;τἄλλα πάντα δεύτερα ἡ. Soph. — все прочее считать второстепенным;τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡγοῦμαι τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Thuc. — я полагаю, что их (лакедемонян) трудностями уравновешивается наша (афинян) малочисленность9) верить (в существование), веровать(θεούς Eur.; δαίμονας Plat.)
10) считать нужным, находить правильнымπαθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ τὸ ἐνδόντες σώζεσθαι Thuc. — найдя более правильным (т.е. предпочтя) погибнуть, чем спастись отступлением
11) почитать, чтить(τινα NT.)
-
124 θεολογικη
-
125 θεωρητικος
31) занимающийся умозрением, созерцающий, размышляющий(τοῦ ὄντος Plat. и τῶν ὄντων Plut.; περὴ τῆς φύσεως, περὴ τέν πρώτην οὐσίαν Arst.)
2) умозрительный, созерцательный, теоретический(φιλοσοφία, ἐπιστήμη Arst.; βίος Arst., Plut.; χαρακτήρ Diog.L.; φιλόσοφος Plut.)
πᾶδα διάνοια ἢ πρακτικέ ἢ ποιητικέ ἢ θεωρητική (sc. ἐστιν) Arst. — всякое мышление является либо деятельным, либо творческим, либо умозрительным3) вдумчивый, сознательный(εὐφυές καὴ θ. Plut.)
-
126 ιππικος
I31) конский(φρυάγματα Aesch., Soph.; φάτναι Eur.)
2) запряженный конями(ὀχήματα Soph.)
3) конный(ἀγών Her.; δρόμος Soph.; ἆθλον Plat.)
4) употребляемый в коннице, кавалерийский(ὅπλα Plat.; ὄργανα Arst.; ξυστόν Plut.)
5) касающийся верховой езды(λόγοι Xen.; ἐπιστήμη Plat.)
IIὅ опытный всадник, искусный наездник Xen., Arst., Plut. -
127 κοινοτροφικη
-
128 κοινοτροφικος
См. также в других словарях:
Επιστήμη — (episteme) (греч.) знание (точное); наука. Достоверное знание. см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπιστήμη — acquaintance with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμῃ — ἐπιστήμη acquaintance with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
επιστήμη — η 1. πλήρης και ακριβολογημένη γνώση ορισμένων θεμάτων. 2. σύνολο γνώσεων που αναφέρονται σε ορισμένο κύκλο φαινομένων και που υπάγονται σε γενικούς νόμους, καθώς και η μεθοδική έρευνα αυτών των φαινομένων: Θετικές επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek