-
1 κοινοτροφικος
-
2 κοινοτροφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοτροφικός
-
3 κοινοτροφικός
κοινο-τροφικός, ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig -
4 κοινοτροφικήν
κοινοτροφικόςof: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
κοινοτροφικός — κοινοτροφικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση 2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη) κοινή φύση ή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο τρόφος < κοινός + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
κοινοτροφικήν — κοινοτροφικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek