-
1 επαναστασις
- εως ἥ1) вставание(ἐ. χαλεπῶς γενομένη Diod.)
2) восстание Her., Plat., Arst., Plut.ἐ. τινι Thuc., Plat. — восстание против кого-л.;
ἐπαναστάσεις θρόνων Soph. — восстания против царской власти3) выступ, шишка (на голове)(ὄφεις ἔχοντες ἐπανάστασιν Arst.)
-
2 επιβουλευω
1) реже med. втайне замышлять, устраивать, готовить(ἐπανάστασιν и θάνατόν τινι Her.; κατάλυσιν τῇ τυραννίδι ἐ. Thuc.; τῷ δήμῳ κακόν τι Arph.)
τὸ ἐπιβουλεύσασθαι Thuc. — хитрый замысел2) строить козни, устраивать заговор(μήτ΄ ἐ. μήτ΄ ἐπιβουλεύεσθαι Plat., Arst.; τῇ πολιτείᾳ Dem.; τῷ πλήθει Thuc., Arph.)
ἐπιβουλευομένη ἥ πᾶσα Σικελία Thuc. — вся Сицилия, ставшая жертвой интриг;τὰ ἐπιβουλευόμενα Xen. — козни;οὑπιβουλεύων (= ὅ ἐπιβουλεύων) Soph. — строящий козни3) затевать, метить (куда-л.), стремиться(πρήγμασι μεγάλοισι Her.; ἐ. τοιούτοις ἔργοις Lys.; τυραννίδι Plat.)
4) задумывать, затевать, решать(ποιεῖν τι Her., Thuc., Arph.)
-
3 ξυνεπισταμαι
1) знать как и все или хорошо знать(ταῦθ΄ ἃ ἀεὴ πάντες ξυνεπιστάμεθα Plat.)
2) знать за кем-л., сознаватьτἀληθῆ κατηγοροῦντι ἑαυτῷ σ. Luc. — сознавать правоту своего обвинения -
4 συνεπισταμαι
1) знать как и все или хорошо знать(ταῦθ΄ ἃ ἀεὴ πάντες ξυνεπιστάμεθα Plat.)
2) знать за кем-л., сознаватьτἀληθῆ κατηγοροῦντι ἑαυτῷ σ. Luc. — сознавать правоту своего обвинения -
5 εξεγείρω
(αόρ. εξήγειρα) μετ.1) прям., перен. поднимать, пробуждать, будить;εξεγείρω εις επανάστασιν (εξέγερσιν, αγώνα) — поднимать на революцию (восстание, борьбу);
εξεγείρω εις την ψυχήν τίνος το πατριωτικόν αίσθημα — пробуждать в душе кого-л. патриотическое чувство;
2) возбуждать, подстрекать;3) вызывать крайнее негодование; приводить в гнев, в ярость;1) прям., перен. — подниматься, пробуждаться;εξεγείρομαι
2) восставать, бунтовать;3) приходить в гнев, в ярость; гневаться (уст.)
См. также в других словарях:
ἐπαναστᾶσιν — ἐπανίστημι set up again aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάστασιν — ἐπανάστασις rising up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακαλόπουλος, Απόστολος — (Βόλος 1909 –). Ιστορικός και ομότιμος καθηγητής της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σπούδασε κλασική φιλολογία και παιδαγωγική στη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και νέα… … Dictionary of Greek
Ottoman Greece — History of Greece This article is part of a series … Wikipedia
Логофет, Ликург — Ликург Логофет художник Тсокос, Дионисиос Национальный исторический музей, Афины Ликург Логофет (греч … Википедия
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
Βέρας, Σόλων — (Σμύρνη 1887 – Αθήνα 1974).Γιατρός, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Λιόν, της Λιλ και του Παρισιού. Εργάστηκε αρχικά ως γιατρός στο παιδιατρικό τμήμα του Γαλλικού Νοσοκομείου και στην… … Dictionary of Greek
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия