-
1 Αιολέων
-
2 Αἰολέων
-
3 αιολέων
αἰόλοςquick-moving: masc /fem gen pl (epic ionic)αἰολέωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
4 αἰολέων
αἰόλοςquick-moving: masc /fem gen pl (epic ionic)αἰολέωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
5 στρατια
(ᾱ), ион. στρᾰτιή ἥ1) войско, армия(πεζή Thuc.)
σ. ναυτική Thuc. — морские силы;ἐπὴ στρατιὰν ἰέναι Arph. — идти на военную службу2) сухопутная армияοἷα στρατιέ ἐσβαίνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐς τὰς νέας Her. — (ионийцы), словно сухопутная армия, не желали сесть на корабли
3) отряд, группа(Ἀιολέων Pind.)
4) военный походἐπαγγέλλειν στρατιάν τινι Thuc. — предлагать кому-л. принять участие в походе;
ἐν στρατιαῖς τε καὴ μάχαις Arph. — в походах и в боях -
6 Αἰολεύς
1 Aeolian as subs. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος, q. v.; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) Αἰολεῖς πρότερον ἦσαν, κ. τ. λ.) N. 11.35 Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (Βοιώτιος. Σ.: < αὐλός> supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) *fr. 191*. -
7 Ἀμύκλαθεν
̆αμύκλαθεν -
8 ἀνάγω
a bring up, raise, awaken ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων sc. Poseidon I. 4.22 ἀνὰ δ' γαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων sc. the sons of Lampon I. 6.62 cf. ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ πότμου παραδόντος αὐτὸν (= πλοῦτον)ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν P. 5.3
b put to sea with Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων i. e. to Tenedos N. 11.35 -
9 δεῦρο
1 this way, to this place “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” to Olympia O. 6.63 Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν, ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἂν ἵπποις χρυσέαις to Aigina O. 8.51 Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ (sc. Πείσανδρος), Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων to Tenedos N. 11.35 -
10 Ὀρέστας
Ὀρέστας son of Agamemnon and Klytaimnestra. ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα (i. e. at Delphi: ταῖς τῆς Φωκίδος· ἧς Στροφίος ὁ πατὴρ Πυλάδου ἐβασίλευεν Σ.) P. 11.16 Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος) N. 11.34 -
11 Πείσανδρος
Πείσανδρος a Spartan, who with Orestes colonized Lesbos from Sparta, and thereafter Tenedos.1συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦῤ ἀνάγων N. 11.33
-
12 στρατιά
a army, expedition “ ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” O. 6.16ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων N. 11.35
b host, assemblyΠυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι P. 11.50
c frag. ] ᾳμᾳ καὶ στρατιά (Π̆{pc}: -ιαῖς Π̆{ac}) Δ. 3. 11. -
13 χαλκεντής
1 bronze-armed Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (Er. Schmid: χαλκέων τε, χαλκεντέων codd.) N. 11.35, met.πολέμου χαλκεντέος N. 1.16
-
14 κηλέος
Grammatical information: adj.Meaning: `burning' (Hom., Hes.) only in πυρὶ κηλέῳ (disyll.), verse end except Θ 217 and Ο 74 (here πυρὶ κηλείῳ).Derivatives: περί-κηλος (Od.), κηλόν ξηρόν H. and καυαλέον η καυαλές ὑπὸ Αἰολέων τὸ αἶθος, η κατακεκαυμένον κτλ.Etymology: Because of Delph. κηυα (s. v.; which is quite uncertain) it may stand for *κηϜαλέος ( κηϜαλέον πῦρ orig. at verse end as αἰθόμενον πῦρ a. o.?; Shipp Studies 54); Aeol. κᾰϜαλέος would have diff. ablaut (* keh₂u- beside * kh₂u-?). The form κηλείῳ may have a diff. suffix (Schmid - εος und -ειος 40; diff. Fick: secondary for Aeol. καυαλέῳ); περί-κηλος and καυαλές too are reshapings (after the λο- and ής- adj.). Details in Debrunner IF 23, 21f. and Bechtel Lex. s. v. Cf. Graz Le feu dans l'Il, et l' Od. 116-122. - Further cf. καίω and κηώδης.Page in Frisk: 1,839Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κηλέος
См. также в других словарях:
Αἰολέων — Αἰολεύς of masc gen pl Αἰολέω̆ν , Αἰολεύς of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολέων — αἰόλος quick moving masc/fem gen pl (epic ionic) αἰολέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
δωδεκάπολις — Αρχαίες ομοσπονδίες, που συνήθως συγκροτούνταν από την ίδια φυλή και αποτελούνταν από δώδεκα πόλεις. 1. Κοινόν των Αιολέων. Απαρτιζόταν από δώδεκα αιολικές πόλεις της Μικράς Ασίας, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο: Κύμη, Φρικωνίδα, Λάρισα, Νέον… … Dictionary of Greek
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
προπαροξυντικός — ή, όν, Μ [προπαροξύνω] (σχετικά με τη βαρυτονία τών Αιολέων) αυτός που συνήθως προπαροξύνει τις λέξεις, που τονίζει στην προπαραλήγουσα («Αἰολεῑς προπαροξυντικοί», Ευστ.) … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Αλμών — I Αρχαία ονομασία του μικρού ποταμού Λατίου που εκβάλλει στον Τίβερη, νοτιοδυτικά της Ρώμης. Σήμερα λέγεται Ακουατάτσιο. Στον Α. εξαγνίζονταν κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου όσοι ήθελαν να θυσιάσουν στην Κυβέλη. Εκεί έπλεναν και το ομοίωμα της θεάς,… … Dictionary of Greek
Αλωπεκόνησος — Αρχαία πόλη και όρμος στη χερσόνησο της Καλλίπολης, αποικία Αιολέων, ορμητήριο του Φιλίππου Γ’ της Μακεδονίας για τις επιχειρήσεις του εναντίον της Μαδύτου και Αβύδου … Dictionary of Greek
Γρας — Μυθολογικό πρόσωπο.Ήρωας της αρχαίας Αιολίας, ο πρώτος που πέρασε ως αρχηγός των Αιολέων από την Ευρώπη στην Ασία και αποίκησε ολόκληρο τον χώρο από την Κύζικο έως τον Γρανικό. Ήταν γιος του Εχέλα, ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή του Αρχέλαου, εγγονός… … Dictionary of Greek