-
41 ἐχλιάνθη
-
42 ιάνθη
-
43 ἰάνθη
-
44 πιανθή
-
45 πιανθῇ
-
46 χλιανθή
-
47 χλιανθῇ
-
48 αὐτοσχέδιος
A hand to hand: used by Hom., in dat., αὐτοσχεδίῃ (sc. μάχῃ) in close fight, in the mêlée,αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε Il.15.510
: acc. fem. as Adv., = αὐτοσχεδόν I,Ἀντιφάτην δ'.. πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192
, 17.294;αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536
: alsoἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι Tyrt.11.12
.II offhand, improvised, rough and ready,ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος h.Merc.55
;ποιήματα αὐ. D.H.2.34
;μαντικὴ αὐ. Plu.Sull.7
;τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. Arist.Fr. 600
; βωμός, τείχη, D.H.1.40, 3.67;μνῆμα Hld.2.4
;ναῦς Max.Tyr.12.2
; of persons,αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a
;σοφιστής Ach.Tat.5.27
;ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν D.C. 73.1
; τὸ αὐ., opp. τὸ περιπτωτικόν, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv.-ίως, γεννηθῆναι LXX Wi.2.2
;οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσχέδιος
-
49 βοτρυδόν
βοτρ-ῡδόν, Adv.A like a bunch of grapes: in clusters, β. πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1;τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ β. Arist.Fr. 334
, cf. Opp.H.1.550;τὰ ἄνθη πέφυκεν β. Thphr.HP3.16.4
: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτρυδόν
-
50 γία
-
51 γρήνη
-
52 γυναικάνθη
γῠναικ-άνθη, ἡ,A = ἄμπελος μέλαινα, Plin.HN23.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικάνθη
-
53 δέτις
A torch, Hp. ap. Erot. (dub.l.), Gal.19.92. -
54 διαπόρφυρος
διαπόρφῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπόρφυρος
-
55 θιακχά
θιακχά· ἄνθη ἐν Σικυῶνι, Hsch. [full] θιάλλαι· θῆμνες, Id. [full] θιάρατος (i.e. Θεάρατος) · εὐκτός, Id. [full] θιᾱρός, -
56 καιρικός
b Astrol., belonging to the καιρός or chronocratory,κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech.
ap. Vett.Val.289.37.c Astron., ὧραι κ. hours of the kind that vary in length with the season, opp. ἰσημεριναί, Ptol.Alm.4.11, 7.3, Tetr.76.3 Gramm., temporal, Eust.17.3.4 καιρικαὶ βαφαί, dub. sens. in Zos.Alch.p.246B., cf. p.228, 239, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καιρικός
-
57 καλαδία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαδία
-
58 καλλίπνοος
A beautifully breathing,αὐλός Telest.2.1
; also of smell,κ. ἄνθη Hsch.
s.v. κρίνα, prob. in Porph. in Ptol. 182.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπνοος
-
59 κατεσθίω
κατεσθίω, poet. and later [suff] κατερῡκ-έσθω APl.4.240 (Phil.), Ev.Marc.12.40, Dialex.2.14 ([voice] Pass., 1.5, PMag.Lond.46.279 (iv A.D.)): [tense] fut.Aκατέδομαι Il.22.89
, Od.21.363, Ar.Av. 588: [tense] aor. κατέφαγον (v. καταφαγεῖν): [tense] pf.κατεδήδοκα Id.V. 838
, Pax 386, etc.; part.κατὰ.. ἐδηδώς Il.17.542
:—[voice] Pass., [tense] pf.κατεδήδεσμαι Pl.Phd. 11o
e, Antiph.161.3: [tense] aor.κατηδέσθην Pl.Com.35
:—eat up, devour, in Hom. freq. of animals of prey,λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς Il.17.542
; of a serpent, [νεοσσοὺς] κατήσθιε 2.314
, cf. Od.12.256; of a dolphin,κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Il.21.24
; also of men,οἳ κατὰ βοῦς.. ἤσθιον Od.1.8
; τοὺςγονέας Hdt.3.38
, cf. 8.115, E.Cyc. 341; [τυρὸν] αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κ. Ar.Ra. 560
; κατεδηδόκασι τὰ λάχαν' Alex.15.12: c. gen. partit.,κ. πολλῶν πουλύπων Amips.6
.2 eat up, devour one's substance, τὰ κοινά, τὰ πατρῷα, Ar.Eq. 258, Antiph.239;τὰ ὄντα D.38.27
;πατρῴαν οὐσίαν Anaxipp.1.32
.3 corrode, [ῥεύματα] κ. γνάθους Hp.VM19
; λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Pl.l.c., cf. Dialex.1.5 ([voice] Pass.); of the wind,κ. τὰ ἄνθη Thphr.CP2.7.5
:—[voice] Pass., to be gnawed, ib.5.17.7.5 κ. ἑαυτόν, metaph., of remorse, Lib.Or.29.32, Ep. 256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεσθίω
-
60 καχίλα
καχίλα· ἄνθη (Cypr.), Hsch.
См. также в других словарях:
ἄνθη — full bloom fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄνθος blossom neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄ̱νθη , ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνθέω blossom pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθῃ — ἄνθη full bloom fem dat sg (attic epic ionic) ἀνατίθημι lay upon aor subj mp 2nd sg ἀνατίθημι lay upon aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 625 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη Νιγρίτα πάνω στον δρόμο προς τις Σέρρες. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νιγρίτης. * * * ἄνθη, η (Α) 1. η πλήρης άνθηση λουλουδιού ή φυτού, το λουλούδισμα 2. η εποχή της … Dictionary of Greek
Ἀνθῆ — Ἀνθάς masc voc sg Ἀνθεύς masc nom/voc/acc dual Ἀνθεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθῇ — Ἀνθάς masc dat sg (attic epic ionic) Ἀνθῆι , Ἀνθεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθῇ — ἀνατίθημι lay upon aor subj mid 2nd sg ἀνατίθημι lay upon aor subj act 3rd sg ἀνθέω blossom pres subj mp 2nd sg ἀνθέω blossom pres ind mp 2nd sg ἀνθέω blossom pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνθη — Ἄνθης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνθῃ — Ἄνθης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνθη Ευλαβείας — Μικρή ποιητική συλλογή, που εκδόθηκε το 1708 στη Βενετία με κείμενα των μαθητών του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου. Κύριο θέμα έχουν την Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι γραμμένα στην αρχαία ελληνική, τη λατινική, την ιταλική και τη νέα ελληνική… … Dictionary of Greek
βαρομετρικά άνθη — Τεχνητά άνθη από χαρτί ή ύφασμα που έχουν την ιδιότητα να αλλάζουν χρώμα με τη μεταβολή της υγρασίας του αέρα που τα περιβάλλει. Σε πολύ υγρό αέρα το χρώμα τους είναι κόκκινο, ενώ στον τελείως ξηρό αέρα είναι κυανό. Για την κατασκευή τους το… … Dictionary of Greek
ἄνθαι — ἄνθη full bloom fem nom/voc pl ἄνθᾱͅ , ἄνθη full bloom fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)